Αρρώστια, Θάνατος: μαζί τις στάχτες και το ξόδι
ορίζουν της φωτιάς που μας δονούσε χτες ακόμα.
Από τα μάτια της, τα τρυφερά και πυρετώδη,
μα και από κείνο της που εβούλιαζε η καρδιά μου στόμα,
απ᾽ όλα αυτά τα δυνατά σαν δίκταμο φιλιά μας
(: του πάθους τους ιμάντες, τις αστραφτερές αχτίδες…)
τι μένει; Πόσο απαίσιο, τι φριχτό είναι, ω συμφορά μας!
Μόνο ένα σκίτσο μένει αχνό με δυό κραγιόνια. — Μα είδες,
και αυτό σαν μένα μες στη μοναξιά η θανή το θλίβει,
και ο Χρόνος, γερο-λοιδορός σωμάτων και ψυχών, ναί,
με τα σκληρά φτερά του το χαλνά καθώς το τρίβει…
Ω της Ζωής, της Τέχνης ω εσύ μαύρε δολοφόνε,
ποτέ δεν θα σκοτώσεις μες στη μνήμη τη δική μου
Εκείνη που ήτανε για μένα η δόξα και η ηδονή μου!
C. Baudelaire