Μπροστά τραβούν οι λεύκες
μα λάμψη δεν αφήνουν πίσω τους.
μα λάμψη δεν αφήνουν πίσω τους.
Μπροστά τραβούν οι λεύκες
και μας αφήνουνε τον άνεμο.
και μας αφήνουνε τον άνεμο.
Ο άνεμος στο δρόμο σαβανώνεται
συνέχεια κάτω απ’ τα ουράνια.
συνέχεια κάτω απ’ τα ουράνια.
Μα εκεί που ανέμιζε, έριξε
όλον του στα ποτάμια τον αντίλαλο.
όλον του στα ποτάμια τον αντίλαλο.
Ο κόσμος ήρθε των πηγολαμπίδων
και εισέβαλε στις αναμνήσεις μου.
και εισέβαλε στις αναμνήσεις μου.
Και μια καρδιά μικρούλα τώρα
στα δάχτυλά μου επάνω αναβλύζει.
στα δάχτυλά μου επάνω αναβλύζει.
F. García Lorca