Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Στ’ αλώνια

Στ’ αλώνια, καλοσάρωτα και ξεχορταριασμένα,
θα ξαπλωθούν οι θημωνιές, ξανθόμαλλες πλεξίδες.
Τα στάχυα τρίβει και μασά περνώντας η ροκάνα.
πλατάνι το σαγόνι της, τα δόντια της στουρνάρια.
Τα βόϊδα σέρνουν το θεριό, ζευγαρωτά δεμένα,

και δαμασμένο το πατά, τα βόϊδα κυβερνώντας,
ωραία αρματοδρόμισσα, λαμπαδωτή στημένη.
Στα χείλη της ο σάλαγος γλυκόφωνο τραγούδι,
στα χέρια της απόνετο καλάμι είν’ η βουκέντρα.
Ο νοικοκύρης τ’ αλωνιού, με το κρασί στο γόνα,

κερνά τους ξένους, που περνούν, και κράζει τους γειτόνους,
κι ένας λυράρης παίζοντας, τυφλός, τυφλά τη λύρα,
μοιραζει ευχές για τη σοδειά, κάθε φορά που πίνει
Κι αρχίζει το ξανέμισμα της νύχτας με τ’ απόγειο·
σύννεφο από το ξυλόφτυαρα στα ουράνια αναπετώντας

τ’ άχυρο φεύγει ανάλαφρο και το σιτάρι πέφτει
γύρο στο φώς των φαναριών, χρυσή ψιχάλα απ’ τ’ άστρα.
Σωρός σιτάρι, άν καρτερή του μετρητή τα χέρια,
πρίν απ’ τα χέρια το μετρούν τα πόδια και τα μάτια,
τα πόδια με το πήδημα, με τη ματιά τα μάτια,

Φτερό του νιού το πήδημα, σοφή η ματιά του γέρου.
Άβρεχη κι άκαγη η σοδειά σηκώνεται απ’ τ’ άλώνι,
λίβας δεν την καψάλισε κι η μπόρα δεν την πήρε·
χρονιάρα, τροφοδότισσα γεμίζει τις κουβέλες.

Γ. Δροσίνης