Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Οι καμπάνες της ελευθερίας

Πέρα μακριά ανάμεσα στο λιόγερμα
Και την πένθιμη κωδωνοκρουσία του μεσονυχτιού
Λουφάξαμε στο σπίτι
Σαν ακούσαμε τη βροντή του κεραυνού
Καθώς αστροπελέκια μαγικά
Άπλωσαν σκιές στους ήχους
Κι ήταν σαν ν’ άκουγες πίσω απ’ τους τοίχους
Ν’ αστράφτουν της ελευθερίας οι καμπάνες
Ν’ αστράφτουν για τους πολεμιστές
Που το σθένος τους είναι τον πόλεμο να αρνηθούν
Ν’ αστράφτουν για τους φυγάδες που τον δρόμο τον άοπλο τραβούν
Ν’ αστράφτουν για τους στρατιώτες που δεν θέλουν
Να σκοτώσουν μήτε να σκοτωθούν
Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες
Ν’ ακτινοβολούν

Μες στης πόλης το καμίνι
Να κοιτάμε είχαμε μείνει
Με πρόσωπα κρυμμένα ενώ έσφιγγαν οι τοίχοι
Και του γάμου οι καμπάνες
Χάνονταν καθώς πύκνωναν της βροχής οι ήχοι
Κι έλιωναν μες στις καμπάνες της αστραπής
Που σήμαιναν για τον άσωτο, για τον παρία της Ζωής
Για τον εξεγερμένο, για τον παρατημένο
Για τον ταπεινό, τον καταφρονεμένο
Για τον κατατρεγμένο, για τον κυνηγημένο
Ναι, γι’ αυτούς τώρα οι κωδωνοκρουσίες θ’ ακουστούν
Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες
Ν’ ακτινοβολούν

Και μες στο τρελό σφυροκόπημα απ’ το άγριο χαλάζι
Ο ουρανός θαρρείς γυμνός
Άρχισε ποιήματα να γράψει και να ουρλιάζει
Για το πώς οι καμπάνες απ’ την εκκλησιά
Δεν ακούγονται πια
Κι ακούγονται οι καμπάνες απ’ τ’ αστροπελέκια μοναχά
Να χτυπάνε για τον ευγενικό
Να χτυπάνε για τον καλό
Να χτυπάνε γι’ αυτούς που προστατεύουν το μυαλό
Και για τον Ζωγράφο τον λεύτερο
Που περιμένει τους καλούς καιρούς να ’ρθουν
Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες
Ν’ ακτινοβολούν.

Μες στο άγριο καθεδρικό βράδυ
Η βροχή να λέει ιστορίες στο σκοτάδι
Γι’ απογυμνωμένες απρόσωπες μορφές
Για γλώσσες που δεν έχουνε μιλιές
Για συμβάσεις, για τετελεσμένες καταστάσεις
Κι οι καμπάνες να ηχούν για τους κουφούς
Για τους τυφλούς, για τους μουγκούς
Για τους αδικημένους
Για τους παραγκωνισμένους
Για τις μανάδες που απόμειναν μόνες
Για τις ξεπεσμένες πόρνες
Για τους παράνομους που άγρια τους κυνηγούν
Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες
Ν’ ακτινοβολούν.

Κι αν ένα σύννεφο λευκό φάνηκε ξαφνικά
Στου ουρανού του μαύρου μιαν απόμακρη γωνιά
Και μια υπνωτική ομίχλη απλωνότανε αργά
Το ηλεκτρισμένο φως εκτόξευε ακόμη βέλη
Αλλά μονάχα γι’ αυτούς που περιπλανιούνται
Και κρύβονται στα έλη
Γι’ αυτούς που αναζητούν
Και το αμίλητο μονοπάτι ακολουθούν
Για τους εραστές τους μοναχικούς
Που απ’ τον έρωτα έμελλε πολύ να λαβωθούν
Για κάθε άκακη και τρυφερή ψυχή
Που αναίτια σαπίζει μες στη φυλακή
Για όσους έλαχε δίχως να πληγώσουνε να πληγωθούν
Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες
Ν’ ακτινοβολούν.

Με βλέμμα ονειροπόλο και χείλη να γελούν
Σαν αναθυμάμαι πώς είχαμε μαζευτεί
Δίχως οι ώρες να κυλάνε γιατί είχαν μαγευτεί
Κι ακούγαμε για ύστατη φορά
Και ρίχναμε μια τελευταία ματιά
Σαγηνεμένοι
Αφημένοι
Ώσπου οι καμπάνες να σταματήσουν να χτυπούν
Ναι, να χτυπούν για κείνους που πονούν
Για τους αναρίθμητους σαστισμένους, συγχυσμένους
Βασανισμένους, ταλαιπωρημένους
Για όλους τους κρεμασμένους
Για κείνους που οι λαβωματιές τους
Δεν μπορούν να γιατρευτούν
Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες
Ν’ ακτινοβολούν.

B.Dylan