Σοβαρόν, υψηλόν
δώσε τόνον ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
ένδοξον έργον.
Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα·
αγάπην, αρετήν,
εύσπλαγχνον στήθος.
Αλλά και φρενών πτέρωμα·
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
την ορμήν φέρει·
Ημείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφήνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγκάδια
αφρούς και βράχους·
Ομοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
διασυρομένων.
Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
την δουλοσύνην.
Υποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει· και αυτήν ο Άρης
υπερεφίλει.
Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
πόθος Ζεφύρων.
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
καρπόν λυαίον.
Καλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
από τον ίδρωτά μας
πεποτισμένη.
Όμως διά ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
όμως διά ποίον;
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
η γνώμη ρέει.
Των πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει·
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
της δουλοσύνης.
Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
εσείς ω ανδρείοι.
Τα συνήθη χωράφια
αφήνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
και την πενίαν.
δώσε τόνον ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
ένδοξον έργον.
Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα·
αγάπην, αρετήν,
εύσπλαγχνον στήθος.
Αλλά και φρενών πτέρωμα·
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
την ορμήν φέρει·
Ημείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφήνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγκάδια
αφρούς και βράχους·
Ομοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
διασυρομένων.
Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
την δουλοσύνην.
Υποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει· και αυτήν ο Άρης
υπερεφίλει.
Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
πόθος Ζεφύρων.
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
καρπόν λυαίον.
Καλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
από τον ίδρωτά μας
πεποτισμένη.
Όμως διά ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
όμως διά ποίον;
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
η γνώμη ρέει.
Των πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει·
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
της δουλοσύνης.
Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
εσείς ω ανδρείοι.
Τα συνήθη χωράφια
αφήνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
και την πενίαν.
Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
υπερασπίζουν.
Εκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα!)
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν οι πρόνοοι χείρες
εκεί σάς φέρνουν.
Α. Κάλβος