Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Ρεμβασμοί

Εις του Φαλήρου κάθομαι μονάχος τ' ακρογιάλι,
την άπιστι τη θάλασσα κυττάζω πέρα πέρα,
κι' αμέσως το καπέλο μου πετώ απ' το κεφάλι,
για ν' αναπνεύσω καθαρό της θάλασσας αέρα.
Τι πέλαγος και τι δροσιά!... μόνον εδώ η σκόνη
τα μάτια δεν στραβόνει.

Ο ήλιος κατακόκκινος στη δύσι του κατέβη
και το φεγγάρι τρέχοντας στους ουρανούς θωρώ,
αργυρωμέν' η θάλασσα εδώ κι' εκεί σαλεύει,
που φαίνεται στα μάτια σου σαν φείδι αργυρό.
Δεν ξέρω η παραβολή αυτή πως σας εφάνη·
αλλ' αν και δεν σας άρεσε, για με το ίδιο κάνει.

Ρεμβάζω με τη θάλασσα, θυμούμαι την πατρίδα,
τον πόλεμο, τον Μπούμπουλη, την Άρτα, την ειρήνη,
και μούρχεται η όρεξις να φάω μια μερίδα,
μα έλα που η τσέπη μου καθόλου δεν βαρύνει.
Αλλά θα φάω, τέλειωσε, δεν φεύγω απ' εδώ...
Ε! ξενοδόχε, φέρε μου τη λίστα σου να δω!...

Μου φέρνει ο λοκάντατζης μια μπόλικη πορτσιόνα,
και μια στιγμή τον πόλεμο και τάλλα λησμονώ...
μα έξαφνα θυμήθηκα και τον χρυσούν αιώνα,
και τότε πιά ενόησα στ' αλήθεια πως πεινώ,
τι άνθρωπος ο Περικλής... τι δόξα αι Αθήναι!...
αλλά θαρρώ και το φαγί πως άσχημο δεν είναι.

Ω! είναι αριστούργημα να τρως εις τ' ακρογιάλι
και την δροσιά της θάλασσας το στήθος σου να πέρνη,
να χώνης μες στο πιάτο σου και χέρια και κεφάλι,
κι' αδιάκοπα ο μάγειρος πορτσιόναις να σου φέρνη.
Ω! είναι αριστούργημα να τρως και να φουσκώνης,
μα υπεραριστούργημα λεπτό να μην πληρώνης.

Τι κρίμα, τι κακούργημα στα τωρινά μας χρόνια
να μην ιδούμε πόλεμο καπνού και σκόνης νέφη...
Ε! ξενοδόχε, φέρε μου και μία μακαρόνια...
δεν ξέρω πως ο πόλεμος μου φέρνει τόσο κέφι.
Ω θάλασσαις και κύματα κι' αστέρια και φεγγάρια,
έναν καιρό μας βλέπατε μεγάλα παλληκάρια.

Γιατί, καϋμένε Μπούμπουλη, μ' ένα δαυλό Κανάρη
δεν έφερες της Τούρκικαις αρμάδες άνω κάτω;
γιατί, ω υποβρύχιο του Έλληνος Γρυπάρη,
μνήμα να βρης παντοτινό στης θάλασσας τον πάτο;
Πούναι τα πρώτα χρόνια μας, οι στόλοι, τα φουσάτα;...
Αχ! πως περνούν τα νειάτα!

Ανοίξετε, ανοίξετε, σείς των προγόνων τάφοι,
στέρεψε θάλασσα και συ και γίνε μια στεριά,
και φέρε μου, λοκάντατζη, κι' ένα καλό πιλάφι,
να θυμηθώ τη δόξα μας και την ελευθεριά.
Ελευθεριά!... τι βάλσαμο μες στην καρδιά μας χύνει,
και μάλιστα σαν έρχεται με τάξι και ειρήνη.

Δόξα να έχη ο Θεός... έφαγα τρεις μερίδες,
ένα ροσμπίφ περίφημο, πιλάφι, μακαρόνια...
έκαμα τόσους ρεμβασμούς, ονείρατα, ελπίδες,
και τωρινά θυμήθηκα και περασμένα χρόνια.
Τι κρίμα που δεν έφαγα και βωδινή μπριζόλα.
Ε! ξενοδόχε, γράψε τα κι' είναι δικά μου όλα.

Γ. Σουρής