Κάστρο ’ς τα χρόνια τα παληά ψηλό, καμαρωμένο
μακρυά ’ς τους κάμπους φάνταζεν ως τ’ ακρογιάλι πέρα·
με περιβόλια ολόγυρα ήταν στεφανωμένο,
όπου άμετρ’ άνθη μ’ ευωδιαίς γιομίζαν τον αέρα,
και βρύσαις τα δροσόβολα νερά τα ψήλου ερρίχναν,
που ως το δοξάρι τ’ ουρανού λαμπρά χρώματα εδείχναν.
Και βασιλέας δυνατός ’ς το κάστρο αυτό καθότουν
εις τα ρηγάτα πλούσιος, ’ς ταίς νίκαις ξακουσμένος·
’ς θρόνο του εβασίλευε κ’ υπερηφανευότουν,
κ’ ήταν αχνός ’ς το θώρι του, ’ς την όψι ασβολωμένος·
γιατ’ είναι φρικ’ η σκέψι του και λύσσα είναι το βλέμμα,
τα λόγια του είναι φραγγελιαίς, το γράψιμό του είν’ αίμα.
Κατά το κάστρο μια φορά τραβούσ’ ίσια το δρόμο
τραγουδιστάδων θαυμαστών τρισεύγενο ζευγάρι·
ασπρίζαν τα μαλιά του ενός, και τ’ αλλουνού ’ς τον ώμο
ολόξανθα χρυσά σγουρά κυμάτιζαν με χάρι·
ο γέρος με την άρπα του καθότουν ’ς άτι ωραίο,
κ’ είχε ’ς το πλάγι του πεζό τον ανθισμένο νέο.
Κι’ ο γέρος μίλησε του νιού· «Γυιέ μου καλέ, ’τοιμάσου!
τα πλειό βαθυά τραγούδια μας να θυμηθής είν’ ώρα·
την πλειό γεμάτη σου φωνή βγάλε· τα δυνατά σου
κάμε για να ζευγαρωθούν γλύκα και πίκρα τώρα,
μες το γλυκύτατο σκοπό, γιατί σήμερα μία
ρηγός πρέπει να ’γγίξουμε μαρμάρινη καρδία.»
Εις το ψηλό πολύστυλο κιόλης εφθάσαν δώμα,
που ’ταν ’ς το θρον’ ο βασιλιάς με τη βασίλισσά του·
καθώς ’ς τους πάγους του βοριά μ’ αιματωμένο χρώμα
ο ουρανός λαμποκοπά, παρόμοια ’ναι η θωριά του
’ς το μεγαλείο της φοβερή· γεμάτ’ όμως γλυκάδα
το θώρι της βασίλισσας σαν φεγγαριού λαμπράδα.
Αρχίζει τότε ο γέροντας την άρπα του να κρούη,
κι’ ο ήχος όλο φουσκόνοντας ’ς την ακοή πληθαίνει
γεμάτος, που ’ναι θαυμαστό κανείς να τον ακούη·
του νέου ρέοντας κ’ η φωνή ξάστερη, ουράνια βγαίνει,
και ανάμεσα ’ς τους ήχους της του γέροντα βοίζουν
βαθυά η φωναίς, ωσάν στοιχειά να σιγομουρμουρίζουν.
Υμνολογούν της ερωτιάς, της άνοιξης τα μάγια,
καιρούς χρυσούς, καλότυχους, αντρειά κ’ ελευθερία,
την πίστη ψάλλουν κ’ ευλογούν και κάθε πράξιν άγια,
και μελετούν κάθε καλό, που υψόνει την καρδία,
και κάθε χάρι κι’ ομορφιά, που τη ζωή στολίζει,
στενεύοντας τ’ ανθρώπινο στήθος να λαχταρίζη.
Τ’ αρχοντολόι να περγελά τριγύρω ξεμαθαίνει,
κ’ οι απόκοτοι πολέμαρχοι γύρω ’ς το βασιλέα
τον Θεόν όλοι προσκυνούν· και η ρήγισσα λυωμένη
απ’ το τραγούδημα, που ηχά τόσο τερπνά κι’ ωραία,
πίκρα γροικώντας ’ς την καρδιά σμιγμένη με γλυκάδαις
ρόδο απ’ τον κόρφο της πετά προς τους τραγουδιστάδαις.
«Μου εξελογιάστε τους πιστούς στρατιώται μου, δε φτάνει;
θέλετε και τη ρήγισσα να ξεπλανέστε ακόμα;»
Τέτοια φωνή μανίζοντας ο βασιλέας βγάνει,
κ’ εκεί που φώναζ’, έτρεμεν εις όλο του το σώμα·
τ’ αστραφτερό ρίχνει σπαθί μέσα ’ς του νιού τα στήθη,
κι’ οθ’ έβγαιναν χρυσαίς φωναίς, αχτίδ’ από αίμα εχύθη.
Κι’ όλο μακρυά σκορπίστηκε σαν απ’ ανεμοζάλη
το πλήθος, που τους άκουε, κ’ ερρίχτηκε να φύγη·
ο νέος εξεψύχισε ’ς του γέρου την αγκάλη,
κ’ εκείνος μέσα ’ς το μαντύ το λείψανο τυλίγει·
τ’ ανασηκόνει από τη γης, ως τ’ άλογο το φέρνει,
το δένει καθιστό σφιχτά κ’ εκείθ’ έξω το παίρνει.
Όμως εκοντοστάθηκε πριν απ’ αυτού μακρύνη
ο προεστός τραγουδιστής εις τη μεγάλη πύλη·
άδραξ’ εκεί την άρπα του, την δοξαστήν εκείνη,
την έσπασε χτυπώντας την εις μαρμαρένια στήλη·
έπειτα εβάλθη κ’ έσκουξε με τη φωνή του όλη,
που εβούιξαν τρομαχτικά κάστρο και περιβόλι·
«Αλλοιά ’πο σας, περήφανα ξώστεγ’, ανάθεμά σας!
ποτέ σας πλειά γλυκός ηχός εδώ να μην ηχήση,
ούτε τραγούδι, ούτ’ όργανο· μονάχ’ ανάμεσά σας
ν’ ακούωντ’ έρμα κλάϋματα και στεναγμοί περίσσοι,
και τρομασμένα βήματα σκλάβων, ως που να φτάση
η οργή του εκδικητή Θεού κι’ όλα να σας σωριάση!
«Αλλοιά σας, μοσκομύριστα δροσάτα περιβόλια,
μ’ όλαις ταίς χάραις του Μαγιού σείς μυριοπλουμισμένα,
εδώ σας δείχνω του νεκρού παλληκαριού τα δόλια
κι’ αγνώριστα πιθέματα, σκληρά, χαροσβυσμένα,
για να στερφέψουν τα νερά και σείς να μαραθήτε
και γλήγορα πετρόνοντας να κατερημαχτήτε!
«Ανάθεμά σ’, αισχρέ φονιά, και τρισανάθεμά σε!
όλοι όσοι γλυκοτραγουδούν μ’ εμέ σε καταριώνται·
του κάκου παντ’ αχόρταγος συ για στεφάνια να ’σαι,
για μεγαλεία, για τιμαίς, που μ’ αίματ’ αποχτιώνται·
’ς αιώνια νύχτα λησμονιάς η φήμη σου ας βουλήση,
σαν ψυχομάχημα στερνό ’ς άδειον αέρ’ ας σβύση!»
Τα λόγια τούτ’ απ’ το Θεό ψηλά συνακουστήκαν,
και να! που οι πύργοι κατά γης είν’ όλοι γκρεμισμένοι·
να! τα υπερήφανα ηλιακά σωρός όλα γινήκαν
έξω από μια στήλη ψηλή, που ακόμα ολόρθη μένει·
έρμη, ραισμένη αναθυμά παληά μεγαλοπρέπεια,
όμως ’ς ολίγο πέφτοντας και αυτή θα γένη ρέπια.
Και γύρω αντί περιβολιών λουλούδια να τριοντίζουν
παντέρμα είν’ όλα κι’ άκαρπα· τον ίσκιο δε σκορπάει
δεντρό κανένα, και νερά τον άμμο δε δροσίζουν·
ούτε τραγούδι, ούτε χαρτί το ρήγα μελετάει·
λησμονησιά παντού, παντού καταστροφής τρομάρα·
αυτά ’κάμε του γέροντα τραγουδιστή η κατάρα.
L. Uhland
μακρυά ’ς τους κάμπους φάνταζεν ως τ’ ακρογιάλι πέρα·
με περιβόλια ολόγυρα ήταν στεφανωμένο,
όπου άμετρ’ άνθη μ’ ευωδιαίς γιομίζαν τον αέρα,
και βρύσαις τα δροσόβολα νερά τα ψήλου ερρίχναν,
που ως το δοξάρι τ’ ουρανού λαμπρά χρώματα εδείχναν.
Και βασιλέας δυνατός ’ς το κάστρο αυτό καθότουν
εις τα ρηγάτα πλούσιος, ’ς ταίς νίκαις ξακουσμένος·
’ς θρόνο του εβασίλευε κ’ υπερηφανευότουν,
κ’ ήταν αχνός ’ς το θώρι του, ’ς την όψι ασβολωμένος·
γιατ’ είναι φρικ’ η σκέψι του και λύσσα είναι το βλέμμα,
τα λόγια του είναι φραγγελιαίς, το γράψιμό του είν’ αίμα.
Κατά το κάστρο μια φορά τραβούσ’ ίσια το δρόμο
τραγουδιστάδων θαυμαστών τρισεύγενο ζευγάρι·
ασπρίζαν τα μαλιά του ενός, και τ’ αλλουνού ’ς τον ώμο
ολόξανθα χρυσά σγουρά κυμάτιζαν με χάρι·
ο γέρος με την άρπα του καθότουν ’ς άτι ωραίο,
κ’ είχε ’ς το πλάγι του πεζό τον ανθισμένο νέο.
Κι’ ο γέρος μίλησε του νιού· «Γυιέ μου καλέ, ’τοιμάσου!
τα πλειό βαθυά τραγούδια μας να θυμηθής είν’ ώρα·
την πλειό γεμάτη σου φωνή βγάλε· τα δυνατά σου
κάμε για να ζευγαρωθούν γλύκα και πίκρα τώρα,
μες το γλυκύτατο σκοπό, γιατί σήμερα μία
ρηγός πρέπει να ’γγίξουμε μαρμάρινη καρδία.»
Εις το ψηλό πολύστυλο κιόλης εφθάσαν δώμα,
που ’ταν ’ς το θρον’ ο βασιλιάς με τη βασίλισσά του·
καθώς ’ς τους πάγους του βοριά μ’ αιματωμένο χρώμα
ο ουρανός λαμποκοπά, παρόμοια ’ναι η θωριά του
’ς το μεγαλείο της φοβερή· γεμάτ’ όμως γλυκάδα
το θώρι της βασίλισσας σαν φεγγαριού λαμπράδα.
Αρχίζει τότε ο γέροντας την άρπα του να κρούη,
κι’ ο ήχος όλο φουσκόνοντας ’ς την ακοή πληθαίνει
γεμάτος, που ’ναι θαυμαστό κανείς να τον ακούη·
του νέου ρέοντας κ’ η φωνή ξάστερη, ουράνια βγαίνει,
και ανάμεσα ’ς τους ήχους της του γέροντα βοίζουν
βαθυά η φωναίς, ωσάν στοιχειά να σιγομουρμουρίζουν.
Υμνολογούν της ερωτιάς, της άνοιξης τα μάγια,
καιρούς χρυσούς, καλότυχους, αντρειά κ’ ελευθερία,
την πίστη ψάλλουν κ’ ευλογούν και κάθε πράξιν άγια,
και μελετούν κάθε καλό, που υψόνει την καρδία,
και κάθε χάρι κι’ ομορφιά, που τη ζωή στολίζει,
στενεύοντας τ’ ανθρώπινο στήθος να λαχταρίζη.
Τ’ αρχοντολόι να περγελά τριγύρω ξεμαθαίνει,
κ’ οι απόκοτοι πολέμαρχοι γύρω ’ς το βασιλέα
τον Θεόν όλοι προσκυνούν· και η ρήγισσα λυωμένη
απ’ το τραγούδημα, που ηχά τόσο τερπνά κι’ ωραία,
πίκρα γροικώντας ’ς την καρδιά σμιγμένη με γλυκάδαις
ρόδο απ’ τον κόρφο της πετά προς τους τραγουδιστάδαις.
«Μου εξελογιάστε τους πιστούς στρατιώται μου, δε φτάνει;
θέλετε και τη ρήγισσα να ξεπλανέστε ακόμα;»
Τέτοια φωνή μανίζοντας ο βασιλέας βγάνει,
κ’ εκεί που φώναζ’, έτρεμεν εις όλο του το σώμα·
τ’ αστραφτερό ρίχνει σπαθί μέσα ’ς του νιού τα στήθη,
κι’ οθ’ έβγαιναν χρυσαίς φωναίς, αχτίδ’ από αίμα εχύθη.
Κι’ όλο μακρυά σκορπίστηκε σαν απ’ ανεμοζάλη
το πλήθος, που τους άκουε, κ’ ερρίχτηκε να φύγη·
ο νέος εξεψύχισε ’ς του γέρου την αγκάλη,
κ’ εκείνος μέσα ’ς το μαντύ το λείψανο τυλίγει·
τ’ ανασηκόνει από τη γης, ως τ’ άλογο το φέρνει,
το δένει καθιστό σφιχτά κ’ εκείθ’ έξω το παίρνει.
Όμως εκοντοστάθηκε πριν απ’ αυτού μακρύνη
ο προεστός τραγουδιστής εις τη μεγάλη πύλη·
άδραξ’ εκεί την άρπα του, την δοξαστήν εκείνη,
την έσπασε χτυπώντας την εις μαρμαρένια στήλη·
έπειτα εβάλθη κ’ έσκουξε με τη φωνή του όλη,
που εβούιξαν τρομαχτικά κάστρο και περιβόλι·
«Αλλοιά ’πο σας, περήφανα ξώστεγ’, ανάθεμά σας!
ποτέ σας πλειά γλυκός ηχός εδώ να μην ηχήση,
ούτε τραγούδι, ούτ’ όργανο· μονάχ’ ανάμεσά σας
ν’ ακούωντ’ έρμα κλάϋματα και στεναγμοί περίσσοι,
και τρομασμένα βήματα σκλάβων, ως που να φτάση
η οργή του εκδικητή Θεού κι’ όλα να σας σωριάση!
«Αλλοιά σας, μοσκομύριστα δροσάτα περιβόλια,
μ’ όλαις ταίς χάραις του Μαγιού σείς μυριοπλουμισμένα,
εδώ σας δείχνω του νεκρού παλληκαριού τα δόλια
κι’ αγνώριστα πιθέματα, σκληρά, χαροσβυσμένα,
για να στερφέψουν τα νερά και σείς να μαραθήτε
και γλήγορα πετρόνοντας να κατερημαχτήτε!
«Ανάθεμά σ’, αισχρέ φονιά, και τρισανάθεμά σε!
όλοι όσοι γλυκοτραγουδούν μ’ εμέ σε καταριώνται·
του κάκου παντ’ αχόρταγος συ για στεφάνια να ’σαι,
για μεγαλεία, για τιμαίς, που μ’ αίματ’ αποχτιώνται·
’ς αιώνια νύχτα λησμονιάς η φήμη σου ας βουλήση,
σαν ψυχομάχημα στερνό ’ς άδειον αέρ’ ας σβύση!»
Τα λόγια τούτ’ απ’ το Θεό ψηλά συνακουστήκαν,
και να! που οι πύργοι κατά γης είν’ όλοι γκρεμισμένοι·
να! τα υπερήφανα ηλιακά σωρός όλα γινήκαν
έξω από μια στήλη ψηλή, που ακόμα ολόρθη μένει·
έρμη, ραισμένη αναθυμά παληά μεγαλοπρέπεια,
όμως ’ς ολίγο πέφτοντας και αυτή θα γένη ρέπια.
Και γύρω αντί περιβολιών λουλούδια να τριοντίζουν
παντέρμα είν’ όλα κι’ άκαρπα· τον ίσκιο δε σκορπάει
δεντρό κανένα, και νερά τον άμμο δε δροσίζουν·
ούτε τραγούδι, ούτε χαρτί το ρήγα μελετάει·
λησμονησιά παντού, παντού καταστροφής τρομάρα·
αυτά ’κάμε του γέροντα τραγουδιστή η κατάρα.
L. Uhland