Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι
παντού· στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαίδια· οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ’ η γυναίκα·
πάνε τα παλικάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά σπασμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια
κι’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρά ζεστή, ψωμί για να το κάνει.
Κι’ από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι’ ακόμα
κι απ’ τη γωνία του σπιτιού, πιο κρύα η καρδιά ‘ναι.
Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα…κρίμα!
Σκοτεινό ‘ρείπιο κι’ η εκκλησιά και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κι’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι’ ο μέγας Έρωτας μακριά, κι είν’ άβουλος ο άντρας
κι’ άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα,
κυρά τους έχουν την σκλαβιά και δούλο τους το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.
Όμως θα ‘ρθεί κάποιος καιρός, και κάποια αυγή θα φέξει,
Και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη, άκου,
από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί δεν ξέρω,
ξέρω πως θα ‘ρθεί, και στο πέρασμά της μέγα,
και θείο και μυστικό, κι αξήγητο θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες,
στην Εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαίδια Απρίλης,
και σαν Θεών αγάλματα, θαυματουργά πλασμένα,
να ηχολογάνε, μουσικά σαν τα φιλεί ο κυρ Ήλιος,
και σαν χλωρά ησκερόδενδρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλακτοι καρποί, χειμώνα-καλοκαίρι.
Να, να ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να κι η γυναίκα,
να τα, τα παλικάρια οι λειτουργοί,
όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλι, οι πλάστρες.
Κ. Παλαμάς
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι
παντού· στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαίδια· οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ’ η γυναίκα·
πάνε τα παλικάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά σπασμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια
κι’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρά ζεστή, ψωμί για να το κάνει.
Κι’ από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι’ ακόμα
κι απ’ τη γωνία του σπιτιού, πιο κρύα η καρδιά ‘ναι.
Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα…κρίμα!
Σκοτεινό ‘ρείπιο κι’ η εκκλησιά και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κι’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι’ ο μέγας Έρωτας μακριά, κι είν’ άβουλος ο άντρας
κι’ άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα,
κυρά τους έχουν την σκλαβιά και δούλο τους το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.
Όμως θα ‘ρθεί κάποιος καιρός, και κάποια αυγή θα φέξει,
Και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη, άκου,
από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί δεν ξέρω,
ξέρω πως θα ‘ρθεί, και στο πέρασμά της μέγα,
και θείο και μυστικό, κι αξήγητο θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες,
στην Εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαίδια Απρίλης,
και σαν Θεών αγάλματα, θαυματουργά πλασμένα,
να ηχολογάνε, μουσικά σαν τα φιλεί ο κυρ Ήλιος,
και σαν χλωρά ησκερόδενδρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλακτοι καρποί, χειμώνα-καλοκαίρι.
Να, να ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να κι η γυναίκα,
να τα, τα παλικάρια οι λειτουργοί,
όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλι, οι πλάστρες.
Κ. Παλαμάς