Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Μέσα της καθρεφτίζοντας

Μέσα της καθρεφτίζοντας των ουρανών το χρώμα
Η θάλασσα ξαπλόνονταν με γελαστή λαμπράδα
Ως τα στεριώτικα βουνά που πλιό γαλάζι’ ακόμα
Πελάγου εδέναν και ουρανού μαζί την ομορφάδα.
Όλα ευωδιάζαν γύρω μου και χάμου ’ς το γρασίδι
Κρίνοι και γιούλι’ αντίσκοβαν την πλούσια πρασινάδα
Κ’ ένα ρυάκι δροσερό γυαλιστερό σα φίδι
Εκύλαε μουρμουρίζοντας το σιγαλό του ρέμα.
Μι’ αμυγδαλιά της Άνοιξης καμάρι και στολίδι
Άπλονε χιονοκάτασπρο το λουλουδένιο στέμμα
Εμπρός εις την ατάραχη γαλάζια θεωρία
Που θάλασσα, ουρανός, βουνά φανέροναν ’ς το βλέμμα.
Και με πιθέματα, μ’ ειδή πλασμένα για λατρεία
Οπού αγιογράφος πλιό σεμνά να φτιάση δε θα ειμπόρει,
Κάτου από την αμυγδαλιά καθόσουν συ, Μαρία,
Με τα μαλλιά τετράξανθα, μ’ αλαβαστρένιο θώρι,
Με χείλη σαν της χαραυγής, συ, γαλανοματούσα,
Εσύ της δόλιας μου καρδιάς η ονειρεμένη κόρη.
Εστέκοσουν αγνάντια μου σαν εμπνευσμένη μούσα,
Σαν του Ναού της Φύσεως η ενθουσιασμένη ιέρεια,
Κι’ όλο με μιάς μου κάστηκε πως κεί που σε θωρούσα
Μι’ αρμονία μυστική, πρωτάκουστη κ’ αιθέρια,
Εις την αρχή σιγότρεμη κ’ έπειτα πλιό γεμάτη
Επλήθαινε κ’ εφούσκονε, γοργή, ξάστερη, πλέρια.
Μου φάνηκε πως οσ’ αυτού μου μάγευαν το μάτι,
Το κάθε χρώμα, ο κάθε ανθός, τ’ απόσκια, τα προσήλια,
Κάθε μεριά της θάλασσας, κάθε της γης κομμάτι,
Η μακρυναίς η ριζαμιαίς, τα κούφαλα, τα σπήλια,
Σαν όλα να εζωντάνευαν, να εβγάναν ολ’ αντάμα
Με χίλιες διάφορες φωναίς και με παιχνίδια χίλια
Ενός γλυκύτατου σκοπού το μαγεμένο θάμα—
Ώρες σα νικητήριο, αψύ, μεστό, γενναίο
Κι’ ώρες μυριολογούμενο σαν τ’ αηδονιού το κλάμα.
Βαλσαμωμένες άρχισα τοτ’ αύρες ν’ αναπνέω
Κι’ αγροίκησα ανεγδιήγητη γλυκειάν ανατριχίλα
Σαν ένα μέθυ από πιοτό θαυματουργό και νέο.

Λ. Μαβίλης