Γιατί κανένας να ξαπλώνει τόσον καιρό μέσα στα πτίλα του φωτός
Γιατί να σβήνει αργά μες στην ψυχρή πυκνότητα του λατομείου
Γιατί να τρέχει
Γιατί να θρηνεί
Γιατί να εκθέτει τη σάρκα του την ευαίσθητη και διστακτική
Στο μαρτύριο της εκτρωματικής καταιγίδας
Βήμα προς βήμα θα μετρήσω την ανυπότακτη ζωή μου
Λέξη προς λέξη θα διαβάσω την αμείλικτη τούτη επιστολή
Και στης βραδιάς τ' αγκάθια επάνω
Κάτω από τις ερυθρωπές ακίδες τ' ουρανού κορώνα ή γράμματα
Τη μάταιη μοίρα μου εγώ μες στο χαντάκι θα πετάξω
Και τους πόθους
Και τις επιστροφές
Και τους πολύ σφιγμένους κόμπους της απόστασης
Όλους θ' αφήσω τους σταυρούς πάνω στην κόψη του κενού
Όλες τις ύπουλες αναλαμπές της τύχης της ελπίδας
Μες στις ελάχιστες τις αποχρώσεις της φωνής που αντιλαλεί
Μέσα στα ρίγη της επιδερμίδας σου κάτω απ' τον άνεμο
Του προσώπου σου οι πτυχές απ' τις βελόνες κάτω της σελήνης
Οι οπές του πνεύματος σου που προσκρούει στον κίνδυνο
Και πιο πολύ οι κρυμμένες συγκινήσεις που σκορπίζονται
μία προς μία
Είναι ο θάνατος
Ο τριγμός από τις ίνες μες στη νύχτα που πληθαίνει
Ο λαξευτός ογκόλιθος μέσα στη σάρκα που σκληραίνει
Αυτό το άγαλμα το ενδότερο που ο ίδιος εγώ σμιλεύω
Η φυλαγμένη αυτή μορφή που γίνεται ξεκάθαρη κι αδρή
Αυτή η ρυτίδα μέσα στην καρδιά που ποτέ κανείς δε θα τη δει
Το κρύσταλλο το αράγιστο που με το πάθος ιριδίζει
Η συνάντηση που έχει ματαιωθεί
Δε θα μπορέσει τίποτα το φως από τη μια στην άλλη γέφυρα
να επιχειρήσει
Δε θα μπορέσει τίποτα τις σκουριασμένες στρόφιγγες
της αδιαπέραστης θυρίδας να μετακινήσει
Θ' αρκούσε κάποια χειρονομία μόλις σχεδιασμένη
Κάποια ματιά με δίχως πρόθεση πολύ καθορισμένη
Μια κίνηση χειλιών δίχως κανένα μορμουρητό
Θ' αρκούσε ένα τίποτα
Όμως δε θα 'ναι τίποτα αρκετό
Μέσα στη νύχτα τη βελούδινη
Μάσκα του κενού
P. Reverdy
Γιατί να σβήνει αργά μες στην ψυχρή πυκνότητα του λατομείου
Γιατί να τρέχει
Γιατί να θρηνεί
Γιατί να εκθέτει τη σάρκα του την ευαίσθητη και διστακτική
Στο μαρτύριο της εκτρωματικής καταιγίδας
Βήμα προς βήμα θα μετρήσω την ανυπότακτη ζωή μου
Λέξη προς λέξη θα διαβάσω την αμείλικτη τούτη επιστολή
Και στης βραδιάς τ' αγκάθια επάνω
Κάτω από τις ερυθρωπές ακίδες τ' ουρανού κορώνα ή γράμματα
Τη μάταιη μοίρα μου εγώ μες στο χαντάκι θα πετάξω
Και τους πόθους
Και τις επιστροφές
Και τους πολύ σφιγμένους κόμπους της απόστασης
Όλους θ' αφήσω τους σταυρούς πάνω στην κόψη του κενού
Όλες τις ύπουλες αναλαμπές της τύχης της ελπίδας
Μες στις ελάχιστες τις αποχρώσεις της φωνής που αντιλαλεί
Μέσα στα ρίγη της επιδερμίδας σου κάτω απ' τον άνεμο
Του προσώπου σου οι πτυχές απ' τις βελόνες κάτω της σελήνης
Οι οπές του πνεύματος σου που προσκρούει στον κίνδυνο
Και πιο πολύ οι κρυμμένες συγκινήσεις που σκορπίζονται
μία προς μία
Είναι ο θάνατος
Ο τριγμός από τις ίνες μες στη νύχτα που πληθαίνει
Ο λαξευτός ογκόλιθος μέσα στη σάρκα που σκληραίνει
Αυτό το άγαλμα το ενδότερο που ο ίδιος εγώ σμιλεύω
Η φυλαγμένη αυτή μορφή που γίνεται ξεκάθαρη κι αδρή
Αυτή η ρυτίδα μέσα στην καρδιά που ποτέ κανείς δε θα τη δει
Το κρύσταλλο το αράγιστο που με το πάθος ιριδίζει
Η συνάντηση που έχει ματαιωθεί
Δε θα μπορέσει τίποτα το φως από τη μια στην άλλη γέφυρα
να επιχειρήσει
Δε θα μπορέσει τίποτα τις σκουριασμένες στρόφιγγες
της αδιαπέραστης θυρίδας να μετακινήσει
Θ' αρκούσε κάποια χειρονομία μόλις σχεδιασμένη
Κάποια ματιά με δίχως πρόθεση πολύ καθορισμένη
Μια κίνηση χειλιών δίχως κανένα μορμουρητό
Θ' αρκούσε ένα τίποτα
Όμως δε θα 'ναι τίποτα αρκετό
Μέσα στη νύχτα τη βελούδινη
Μάσκα του κενού
P. Reverdy