Εμένα, την καρδιά μου δεν τη θόλωσαν
τα χρόνια, και τα βάσανα κι οι πόνοι:
ένα μικρούλι προσωπάκι, ολόχαρο,
εμένα την καρδιά μου τη θολώνει…
Τ’ αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα,
γιατί δεν είμαι πρόσχαρος σαν πρώτα:
δυο μενεξέδες βελουδένιους και γλυκούς,
που ανθούν σε δυο ματάκια, μόνο, ρώτα!
τα χρόνια, και τα βάσανα κι οι πόνοι:
ένα μικρούλι προσωπάκι, ολόχαρο,
εμένα την καρδιά μου τη θολώνει…
Τ’ αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα,
γιατί δεν είμαι πρόσχαρος σαν πρώτα:
δυο μενεξέδες βελουδένιους και γλυκούς,
που ανθούν σε δυο ματάκια, μόνο, ρώτα!
Ήρθαν κρυφά, μια νύχτα στα ολοσκότεινα,
και την καρδιά μου αρπάξανε, με πλάνη,
– και τόση καρδιά μ’ άφησαν, τ’ αλύπητα,
όση για να πονώ, μονάχα φτάνει…
Τ’ αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα·
νιώθουν τα νυχτολούλουδα κι οι κλώνοι;
Εμένα την καρδιά μου, κάποιο ολόχαρο,
μικρούλι προσωπάκι τη θολώνει…
Και τα μενεξεδένια μάτια είν’ άπονα:
ξέρουν να κλέβουν τις καρδιές μ’ αγάπη,
– μα, πάντα, απ’ την καρδιά μας κάτι αφήνουμε,
και πώς πονεί, πώς σφάζει, αυτό το κάτι…
Ν. Λαπαθιώτης