Συ με το πνεύμά σου το μυστηριακό,
ω Γη μητέρα, μ' έχεις ποτισμένο.
Αυτό το πνεύμα σου παντού είναι σκορπισμένο.
Το αισθάνομαι και τ' αγροικώ
να πνέη γύρω μου σε κάθε βήμα
απ' τα βουνά σου, απ' τα λαγκάδια, από το κύμα,
σαν ένας πόθος, σαν μια νοσταλγία
γι' αγνώστων ουρανών μαγεία.
Με πότισες με τη λαχτάρα σου την ίδια.
Στα προαιώνια σου ταξείδια.
μέσα στού χάους τας εκτάσεις,
που η σφαίρά σου γυρίζει και γοργοκυλά,
με μάταιον έρωτα ζητάς να φθάσης
τ' άστρο, που εμπρός σου φεύγει και φωτοβολά.
Κ' εγώ του κάκου ανοίγω την αγκάλη
προς των ιδανικών μου τα ονειρώδη κάλλη,
που μ' ανυψώνουν, τις ημέρες μου λαμπρύνουν,
αλλ' αχ! σ' αιώνια δίψα και καϋμό μ' αφήνουν.
Ω μάννα Γη!
κι' οι δυό μας είμεθα αιώνιοι νοσταλγοί.
Πετάς, γυρνάς, γυρνώ κ' εγώ μαζί σου
μέσα στα θαύματα της αστρικής αβύσσου.
Κι' όταν και συ μια μέρα θ' αποστάσης
και θα διαλυθής σε σύννεφο, σε ατμόν,
τη σκόνι μου θα τη σκορπίσης στας εκτάσεις
μέσα σε πλήθη ηλίων, πλήθη αστερισμών.
Α. Προβελέγγιος
ω Γη μητέρα, μ' έχεις ποτισμένο.
Αυτό το πνεύμα σου παντού είναι σκορπισμένο.
Το αισθάνομαι και τ' αγροικώ
να πνέη γύρω μου σε κάθε βήμα
απ' τα βουνά σου, απ' τα λαγκάδια, από το κύμα,
σαν ένας πόθος, σαν μια νοσταλγία
γι' αγνώστων ουρανών μαγεία.
Με πότισες με τη λαχτάρα σου την ίδια.
Στα προαιώνια σου ταξείδια.
μέσα στού χάους τας εκτάσεις,
που η σφαίρά σου γυρίζει και γοργοκυλά,
με μάταιον έρωτα ζητάς να φθάσης
τ' άστρο, που εμπρός σου φεύγει και φωτοβολά.
Κ' εγώ του κάκου ανοίγω την αγκάλη
προς των ιδανικών μου τα ονειρώδη κάλλη,
που μ' ανυψώνουν, τις ημέρες μου λαμπρύνουν,
αλλ' αχ! σ' αιώνια δίψα και καϋμό μ' αφήνουν.
Ω μάννα Γη!
κι' οι δυό μας είμεθα αιώνιοι νοσταλγοί.
Πετάς, γυρνάς, γυρνώ κ' εγώ μαζί σου
μέσα στα θαύματα της αστρικής αβύσσου.
Κι' όταν και συ μια μέρα θ' αποστάσης
και θα διαλυθής σε σύννεφο, σε ατμόν,
τη σκόνι μου θα τη σκορπίσης στας εκτάσεις
μέσα σε πλήθη ηλίων, πλήθη αστερισμών.
Α. Προβελέγγιος