Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Όνειρο

Είδα πως γύρισα απ' τα ξένα
Και στ' ώριο βρέθηκα σπιτάκι
Που μια φορά μικρό παιδάκι
Περνούσα χρόνια βλογημένα.

Αχ, ζούσε το σπιτάκι ακόμα!
Τα γιασουμιά του γύρω ανθούσαν,
Μα αδέρφια μέσα πιά δεν ζούσαν,
Ταδέρφια τάχε φάει το χώμα!

Κ' είδα πως τάχαν ασπρισμένα
Ογδόντα χρόνια τα μαλλιά μου,
Κ' είταν αδύνατη η λαλιά μου,
Κ' είταν τα μάτια μου σβυσμένα.

Κ' είδα πως πλάγιασα στο μέρος
Που μια φορά μικρός κοιμούμουν,
Κι αν είναι αλήθεια συλλογιούμουν
Πως τυραννιέμαι τώρα γέρος.

Κ' είδα πως έρριχτε μια αχτίδα
Κι' ο ήλιος προς το παραθύρι,
Σα να ζητούσε πρι να γύρη,
Στο θάνατο να δώση ελπίδα.

Και σιγανά ψυχομαχούσα
Σε πρώτο και στερνό κρεββάτι,
Κι από το φύσημα του μπάτη
Να πάρω αναπνοή ζητούσα.

Και λόγιαζα με θλίψη γύρω,
Και κοίταζα τη στέγη απάνω,
Κ' είπα, καιρός μου να πεθάνω,
Καιρός στ' αδέρφια μου να σύρω.

Κ' είδα πως πέθανα με ειρήνη,
Και πως με πήγαν δίχως θρήνο
Στο ρημοκκλήσι, που κ' εκείνο
Πιο έρμο ως τώρα είχε γίνει.

Στ' αδέρφια μ' έφεραν κ' εμένα,
Να με χαρούν τα κόκκαλά τους,
Που τους ξεχνούσα στα καλά τους,
Και γύριζα στα μαύρα ξένα.

Α. Εφταλιώτης