Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Ο όρθρος των ψυχών

T᾿ αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη·
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.

Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ᾿ ένα τραπέζι σμίγει,
όπου τ᾿ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγει,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγά του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό -κι όχι αυτιά- σπαράζει.

Μα δεν ξυπνάει στον ορθρινό κανένας πεθαμένος,
μον᾿ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές, που στα ουράνια πάνε.

Ι. Γρυπάρης