Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Σε μια Διαβάτισσα

Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη
μ’ επίδειξη της ρόμπας της τη νταντελένια γύρα.

Ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου.
Κι εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.

Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! – Διαβάτισσά μου ωραία
που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πέ μου
αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
Αλλού, πολύ μακριά από δω! Αργά! Κ’ ίσως ποτέ μου!
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει,
ω, εσένα που θ’ αγάπαγα, ω εσύ, που τό ’χεις νιώσει!

C. Baudelaire