Κυλούσε το νερό
και στον καθρέφτη του γυαλίζονταν ιτιές
τα πλούσια τα μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Και τα σπαθιά τ᾿ αστραφτερά τους
χτυπώντας στους κορμούς
καλπάζαν κατακόκκινοι μες στους δρυμούς
καλπάζαν προς τη δύση
μεθύσι!...
Και τότε ξάφνου
σα το πουλί το λαβωμένο
το πληγωμένο
στο φτερό του
γκρεμίστηκ᾿ ένας καβαλάρης
απ᾿ τ᾿ άλογό του.
Δε σκλήρισε
τους άλλους που ῾φευγαν δε ζήτησε
τα βουρκωμένα μάτια του εγύρισε
μονάχα για να δεί
τα πέταλα που λάμπαν.
Το ποδοβολητό εσβούσε μες στη φύση
και τ᾿ άλογα εχάνονταν στη δύση!
Καμαρωτοί εσείς καβαλαρέοι
Ω κόκκινοι κι αστραφτεροί καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοί
καμαρωτοί
ωραίοι!...
Μ᾿ ίδιες φτερούγες πέταξη η ζωή που ρέει!
Ο φλοίσβος του νερού σταμάτησε
εχάθη
οι ίσκιοι εβυθίστηκαν στού σκοταδιού τα βάθη
τα χρώματα σβηστήκαν
στα μάτια του τα πένθιμα
τα πέπλα κατεβήκαν
και της ιτιάς η φυλλωσιά
χαιδεύει τα μαλλιά του!
Μη κλαίς ιτιά μου θλιβερά
και μη βαριοστενάζεις
παν᾿ απ᾿ τα σκοτεινά νερά
το δάκρυ μη σταλάζεις
Ω μη στενάζεις
με σφάζεις.
N. Hikmet