Τούτη την όψη της αλήθειας,
ίσως δεν βλέπεις, γιε μου,
βασιλιά των γαλανών ματιών σου
στην εκτυφλωτική πατρίδα της νιότης,
πως όλα χαλάσματα είναι,
κάτω από τους αδιάφορους ουρανούς,
από αθωότητα κι ενοχή
πριν σκιρτήσεις
για ένα νεύμα της καρδιάς ή της κεφαλής,
όλα συναγμένα και σκορπισμένα είναι
μέσα στη σαβανώτρα σκοτεινιά
σαν την τέφρα των νεκρών.
Το καλό και το κακό, δυο δρόμοι
για να ζυγώσεις τον θάνατό σου
Πλάι στην αλέστρα θάλασσα,
βασιλιά της καρδιάς σου σε μέρες τυφλές,
ξεφυσούν σαν αναπνοή,
οδύρονται μέσα από σένα κι από μένα
και τις ψυχές όλων των ανθρώπων
μες στο αθώο
σκοτάδι, και το ένοχο σκοτάδι, και τον καλό
θάνατο, και τον κακό θάνατο, και μετά
την ύστατη στιγμή
Πετούν σαν το αίμα των άστρων
Σαν τα δάκρυα του ήλιου,
σαν το σπέρμα της σελήνης, απομαζώματα
και φωτιά, η ιπτάμενη μεγαληγορία
του ουρανού, βασιλιά των έξι σου ετών.
Κι η βασκανία,
από την απαρχή των φυτών
και των ζώων και των πουλιών,
Υδωρ και Φως, γη κι ουρανός,
ασκείται πάνω σου πριν κινηθείς,
και όλες σου οι πράξεις κι οι λέξεις,
κάθε αλήθεια, κάθε ψέμα,
πεθαίνουν στην αδογμάτιστη αγάπη.
D. Thomas