Απόσπασμα Ένα
Απ' αυτά, που σού εχύσαν απάνου,
Ένα παίρνω θανάτου λουλούδι,
Και πικρά το στερνό σου τραγούδι,
Γλυκέ υιέ του αδελφού μου, αρχινώ.
Έχει απείραχτο χρώμα το φύλλο,
Όπως ήτανε ζώντας το χείλο,
Που της νιότης γλυκά το λουλούδι
Εγελούσε δροσάτο, λαμπρό·
Τώρα εσβύσθη, κι' αργά το τραγούδι
Το στερνό σου με κάνει να πω.
Του Μαιού ροδοφαίνεται η μέρα,
Που ωραιότερη η φύση ξυπνάει,
Και την κάνουν λαμπρά και γελάει
Πρασινάδες, αχτίνες, νερά·
Άνθη κι' άνθη βαστούνε 'ς το χέρι
Παιδιά κι' άντρες, γυναίκες και γέροι·
Ασπροεντύματα, γέλιο και κρότοι,
Όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά·
Ναί, χαρήτε του χρόνου τη νιότη,
Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά.
Πλέκει ο δύστυχος ένα στεφάνι
Και από πάνου του η μάννα του γέρνει·
«Πάντα η τύχη απ' αυτά να σού σπέρνη,
»Και για σε να ναι ο χάρος αργός.»
Πως με λύπη θωρεί το στεφάνι;
Ξάφνου ιδού 'ς το κεφάλι το βάνει,
Και πηδώντας τη μάννα του κράζει,
Και χορεύει 'ς τη μάννα του ομπρός·
«Βγαλ' το, μάτια μου», η μάννα φωνάζει,
»Δε μ' αρέσει, όχι, εκειός ο χορός.»
Αλλά ανήσυχα υψώνει τα μάτια,
Λες και κάτι 'ς τα Ουράνια γυρεύει,
Όμως πάντα χορεύει, χορεύει,
Με θυμό, με λαχτάρα πολλή·
(Τα μουγκρίσματα του θανάτου αγροικόντανε μακρόθεν)
Φύσα, φύσα, και σκόρπισε, αέρα,
Τα μουγκρίσματα αυτά τα βαθιά·
Δεν ακούει 'ς τον αστρώδη αιθέρα
Βασιλεύει γλαυκή σιγαλιά.
Απόσπασμα Δύο
Το δώμα τ' ολομόναχο
Βροντούσε από τραγούδια·
'Σ τα χέρια και 'ς το μέτωπο
Ετρέμαν τα λουλούδια
Της κορασιάς οπ' έλαμπε
Σαν τ' άστρο της αυγής
Είναι αλαφρό το χώμα σου
'Σαν της ελιάς το φύλλο,
'Σαν της δροσιάς το στάλαμα·
Μη σου βαρύνη αν χείλο
Ανθρώπου δώση φίλημα
'Σ την πέτρα, που κρατείς.
Κι' αυτός γελάει που σ' έβαλε
Τέτοια λαλιά 'ς το στόμα,
Κι' ο κόσμος, οπού ετίμησες,
Πατώντας του το χώμα,
Αναγαλλιάζει η σπίθα του
Και κατά σε πηδά.
Δ. Σολωμός
Απ' αυτά, που σού εχύσαν απάνου,
Ένα παίρνω θανάτου λουλούδι,
Και πικρά το στερνό σου τραγούδι,
Γλυκέ υιέ του αδελφού μου, αρχινώ.
Έχει απείραχτο χρώμα το φύλλο,
Όπως ήτανε ζώντας το χείλο,
Που της νιότης γλυκά το λουλούδι
Εγελούσε δροσάτο, λαμπρό·
Τώρα εσβύσθη, κι' αργά το τραγούδι
Το στερνό σου με κάνει να πω.
Του Μαιού ροδοφαίνεται η μέρα,
Που ωραιότερη η φύση ξυπνάει,
Και την κάνουν λαμπρά και γελάει
Πρασινάδες, αχτίνες, νερά·
Άνθη κι' άνθη βαστούνε 'ς το χέρι
Παιδιά κι' άντρες, γυναίκες και γέροι·
Ασπροεντύματα, γέλιο και κρότοι,
Όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά·
Ναί, χαρήτε του χρόνου τη νιότη,
Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά.
Πλέκει ο δύστυχος ένα στεφάνι
Και από πάνου του η μάννα του γέρνει·
«Πάντα η τύχη απ' αυτά να σού σπέρνη,
»Και για σε να ναι ο χάρος αργός.»
Πως με λύπη θωρεί το στεφάνι;
Ξάφνου ιδού 'ς το κεφάλι το βάνει,
Και πηδώντας τη μάννα του κράζει,
Και χορεύει 'ς τη μάννα του ομπρός·
«Βγαλ' το, μάτια μου», η μάννα φωνάζει,
»Δε μ' αρέσει, όχι, εκειός ο χορός.»
Αλλά ανήσυχα υψώνει τα μάτια,
Λες και κάτι 'ς τα Ουράνια γυρεύει,
Όμως πάντα χορεύει, χορεύει,
Με θυμό, με λαχτάρα πολλή·
(Τα μουγκρίσματα του θανάτου αγροικόντανε μακρόθεν)
Φύσα, φύσα, και σκόρπισε, αέρα,
Τα μουγκρίσματα αυτά τα βαθιά·
Δεν ακούει 'ς τον αστρώδη αιθέρα
Βασιλεύει γλαυκή σιγαλιά.
Απόσπασμα Δύο
Το δώμα τ' ολομόναχο
Βροντούσε από τραγούδια·
'Σ τα χέρια και 'ς το μέτωπο
Ετρέμαν τα λουλούδια
Της κορασιάς οπ' έλαμπε
Σαν τ' άστρο της αυγής
Είναι αλαφρό το χώμα σου
'Σαν της ελιάς το φύλλο,
'Σαν της δροσιάς το στάλαμα·
Μη σου βαρύνη αν χείλο
Ανθρώπου δώση φίλημα
'Σ την πέτρα, που κρατείς.
Κι' αυτός γελάει που σ' έβαλε
Τέτοια λαλιά 'ς το στόμα,
Κι' ο κόσμος, οπού ετίμησες,
Πατώντας του το χώμα,
Αναγαλλιάζει η σπίθα του
Και κατά σε πηδά.
Δ. Σολωμός