Λικνισμένη από σάρκα φρικιαστική βροχή
Στις όχθες του αίματος που σχίζουνε τη μέρα
Το νύχτιο αίμα την έχει κυνηγήσει
Με ξεμαλλιασμένη κόμη στην άκρη της αιώρας
Την ώρα που μένει ακόμη στο δάκρυ της μπόρας
Θύμα παρατημένο των ίσιων ίσκιων μου
Και με βήματα ολόγλυκα και με πόθους διαυγέστατους
το μέτωπό του θα παύσει ασφαλής νά ’ναι ανάπαυση
Ούτε τα μάτια του προνόμιο να ονειρεύεται τη φωνή του
Ούτε και τα χέρια του τις ξελευθερώτριες.
Διάτρητη από φωτιές διάτρητη από έρωτα
Και κανένανε μην αγαπώντας
Από αλγηδόνες σφυρηλατείται δυσμέτρητες
Κι όλες οι αιτίες που υποφέρει δια μιάς μετά εξαφανίζονται.
P. Eluard