Από φτωχούς γεννήθηκα σ' ένα Χωριό ένα βράδυ.
Στην κούνια μού παράστεκαν η νύχτα η κρύα κι' η φτώχεια.
Tο πρώτο ο αγέρας μού ψερε οτα σπάργανα το χάδι.
Το πρώτο κλάμα μού έσκυψαν να πιουν τα πρωτοβρόχια.
Τη γύμνια μού χαρήκανε βοριάδες και λιοπύρια
και την καρδιά μού μοίρασαν της γης οι αγάπες όλες.
Μέσα στη φτώχεια πλούτισα τον πόνού αα ζαφείρια
κι' όπου το δάκρυ στάλαζε, φούντώσαν άγριες βιόλες.
Μπορεί, δε λέω,να διάβασα κι' εγώ δύο τρία βιβλία,
μα στο σχολειό δε μ' έμαθαν όσα οι καιροί στις ρούγες
Κι' οι λογισμοί μον αμόλεντοι, μακριά από τραίνα ή πλοία
με τον βοριά ταξίδεψαν μονάχα τις φτερούγες.
Σοφός ο λόγος. Κι'έμειναμε τον λαού τη γνώμη,
με τη σοφία πού κρύβεται χρυσόσκονη στην άμμο.
Για μένα ούτε συστήματα, κούφιες ιδέες και νόμοι.
Πολλοί οι θεοί, τον άνθρωπο τον ένα πώς να κάμω.
Της μοναξιάς μπιστεύθηκα. Της πολιτείας ποτέ μού,
μέσα στη νύχτα που περνώ με του ασκητή το ράσο,
ένα τραγούδι γύρενα, μού τόδωκες Χριστέ μού.
Ε ! φτάνει αυτό τα βάσανα τον κόσμου να περάσω.
Α. Κυριαζής
Στην κούνια μού παράστεκαν η νύχτα η κρύα κι' η φτώχεια.
Tο πρώτο ο αγέρας μού ψερε οτα σπάργανα το χάδι.
Το πρώτο κλάμα μού έσκυψαν να πιουν τα πρωτοβρόχια.
Τη γύμνια μού χαρήκανε βοριάδες και λιοπύρια
και την καρδιά μού μοίρασαν της γης οι αγάπες όλες.
Μέσα στη φτώχεια πλούτισα τον πόνού αα ζαφείρια
κι' όπου το δάκρυ στάλαζε, φούντώσαν άγριες βιόλες.
Μπορεί, δε λέω,να διάβασα κι' εγώ δύο τρία βιβλία,
μα στο σχολειό δε μ' έμαθαν όσα οι καιροί στις ρούγες
Κι' οι λογισμοί μον αμόλεντοι, μακριά από τραίνα ή πλοία
με τον βοριά ταξίδεψαν μονάχα τις φτερούγες.
Σοφός ο λόγος. Κι'έμειναμε τον λαού τη γνώμη,
με τη σοφία πού κρύβεται χρυσόσκονη στην άμμο.
Για μένα ούτε συστήματα, κούφιες ιδέες και νόμοι.
Πολλοί οι θεοί, τον άνθρωπο τον ένα πώς να κάμω.
Της μοναξιάς μπιστεύθηκα. Της πολιτείας ποτέ μού,
μέσα στη νύχτα που περνώ με του ασκητή το ράσο,
ένα τραγούδι γύρενα, μού τόδωκες Χριστέ μού.
Ε ! φτάνει αυτό τα βάσανα τον κόσμου να περάσω.
Α. Κυριαζής