Άρες μάρες πια, Μούσα, μην ψάλλης,
καιρός είναι τα μέτρα ν' αφήσης,
έλα γνώσι ολίγη να βάλλης,
και με κόσμο και ύλη να ζήσης.
Κύττα, Μούσα, τριγύρω παλάτια,
μα και πόσα ακόμη θα γίνουν!
όλοι άνοιξαν τώρα τα μάτια,
και οικόπεδα πέρνουν και δίνουν.
Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα
όλοι κτίζουν, και συ — συμφορά σου!-
κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα·
αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου.
Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. .
μήπως είναι κανείς τραπεζίτης;
κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . .
κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.
Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά.
έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν,
με μεγάλους μεγάλος περνά
και καυχάται πως έχει και νουν.
Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι,
ποία φύσις τριγύρω πεζή!
Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη,
πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη;
Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι,
και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις;
πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι,
παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.
Εμπρός, Μούσα, βαπτίσου μεσίτρα,
καρακάξα, κυράτσα, γλωσσού,
οικοπέδων, σπητιών προξενήτρα,
για ν' ανέβης εις σφαίρας χρυσού.
Εμπρός, μέτρα και συ τα κουπόνια
και 'στο διάβολο στείλε το στίχο,
πριν σε πάρουν, καϋμένη, τα χρόνια,
και κτυπάς το ξερό σου 'στον τοίχο.
Πάψε, Μούσα, να ήσαι σκαρτάδα,
έλα 'λίγο και συ εις την πράξι·
συλλογίσου πως ζης 'στην Ελλάδα,
κι' εδώ είναι ποιος πρώτος θ' αρπάξη.
Γ. Σουρής
καιρός είναι τα μέτρα ν' αφήσης,
έλα γνώσι ολίγη να βάλλης,
και με κόσμο και ύλη να ζήσης.
Κύττα, Μούσα, τριγύρω παλάτια,
μα και πόσα ακόμη θα γίνουν!
όλοι άνοιξαν τώρα τα μάτια,
και οικόπεδα πέρνουν και δίνουν.
Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα
όλοι κτίζουν, και συ — συμφορά σου!-
κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα·
αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου.
Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. .
μήπως είναι κανείς τραπεζίτης;
κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . .
κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.
Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά.
έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν,
με μεγάλους μεγάλος περνά
και καυχάται πως έχει και νουν.
Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι,
ποία φύσις τριγύρω πεζή!
Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη,
πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη;
Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι,
και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις;
πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι,
παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.
Εμπρός, Μούσα, βαπτίσου μεσίτρα,
καρακάξα, κυράτσα, γλωσσού,
οικοπέδων, σπητιών προξενήτρα,
για ν' ανέβης εις σφαίρας χρυσού.
Εμπρός, μέτρα και συ τα κουπόνια
και 'στο διάβολο στείλε το στίχο,
πριν σε πάρουν, καϋμένη, τα χρόνια,
και κτυπάς το ξερό σου 'στον τοίχο.
Πάψε, Μούσα, να ήσαι σκαρτάδα,
έλα 'λίγο και συ εις την πράξι·
συλλογίσου πως ζης 'στην Ελλάδα,
κι' εδώ είναι ποιος πρώτος θ' αρπάξη.
Γ. Σουρής