Ήταν λεβέντης παινεμένος
καλόκαρδος και δουλευτής
της κυρα-Λένης ο Κωστής.
Χαλκόδετος, ηλιοκαμένος
με το γαρούφαλο στ’ αυτί
και τη χωρίστρα τη στριφτή.
Και στο χορό φτερό κι αέρας
και σαν τ’ αηδόνι στη λαλιά
ξετρέλανε την Κανελιά.
Κι όταν το σούρπωμα της μέρας
απ’ τη δουλειά γυρνούσε, οι νιες
τον κρυφοβλέπαν οι σεμνές.
Στην απαλάμη του γινόνταν
παιχνίδια τα βαριά τσαπιά
κι έκανε την ξεροτοπιά
γόνιμη μήτρα, και τρεφόταν
απ’ τη δική του τη δουλειά
όλη η φτωχιά του φαμελιά.
…Και τώρα, δες ποιος τον γνωρίζει
τον παινεμένο δουλευτή
με το γαρούφαλο στ’ αυτί:
Έρμος κι απόξενος γυρίζει
νταγκ-ντουγκ κουτσός στη γειτονιά
κι ούτε προβαίνει ομορφονιά.
Έχασε το ‘να του ποδάρι
στον πόλεμο, και γι’ αμοιβή
του δώσανε -τιμή ακριβή-
το δεκανίκι, και καμάρι
στα στήθια του να το φορεί
ένα παράσημο βαρύ.
Στο σπίτι οι αδερφές γκρινιάζουν
και ξενυχτάνε στη δουλειά
πλουμίζοντας[;] ξένα προικιά.
Κι αυτόν σακάτη τον φωνάζουν
χαραμοφάη και τα λοιπά.
Κι ο Κώστας σκύβει και σιωπά.
«Πού μ’ είδες, τάχα, και πού σ’ είδα»
τώρα του λέει κι η Κανελλιά
που του ‘δινε άλλοτε φιλιά.
— Τύφλα και μούντζα στην πατρίδα’
και το παράσημο πετά
και το πατά.
Γ. Ρίτσος
καλόκαρδος και δουλευτής
της κυρα-Λένης ο Κωστής.
Χαλκόδετος, ηλιοκαμένος
με το γαρούφαλο στ’ αυτί
και τη χωρίστρα τη στριφτή.
Και στο χορό φτερό κι αέρας
και σαν τ’ αηδόνι στη λαλιά
ξετρέλανε την Κανελιά.
Κι όταν το σούρπωμα της μέρας
απ’ τη δουλειά γυρνούσε, οι νιες
τον κρυφοβλέπαν οι σεμνές.
Στην απαλάμη του γινόνταν
παιχνίδια τα βαριά τσαπιά
κι έκανε την ξεροτοπιά
γόνιμη μήτρα, και τρεφόταν
απ’ τη δική του τη δουλειά
όλη η φτωχιά του φαμελιά.
…Και τώρα, δες ποιος τον γνωρίζει
τον παινεμένο δουλευτή
με το γαρούφαλο στ’ αυτί:
Έρμος κι απόξενος γυρίζει
νταγκ-ντουγκ κουτσός στη γειτονιά
κι ούτε προβαίνει ομορφονιά.
Έχασε το ‘να του ποδάρι
στον πόλεμο, και γι’ αμοιβή
του δώσανε -τιμή ακριβή-
το δεκανίκι, και καμάρι
στα στήθια του να το φορεί
ένα παράσημο βαρύ.
Στο σπίτι οι αδερφές γκρινιάζουν
και ξενυχτάνε στη δουλειά
πλουμίζοντας[;] ξένα προικιά.
Κι αυτόν σακάτη τον φωνάζουν
χαραμοφάη και τα λοιπά.
Κι ο Κώστας σκύβει και σιωπά.
«Πού μ’ είδες, τάχα, και πού σ’ είδα»
τώρα του λέει κι η Κανελλιά
που του ‘δινε άλλοτε φιλιά.
— Τύφλα και μούντζα στην πατρίδα’
και το παράσημο πετά
και το πατά.
Γ. Ρίτσος