Σ’ ένα ελεύτερο παιγνίδισµα,
σε αστραπής ονειροµάγια,
εγώ µέσα µου το χάραξα,
µοναχός µου, µοναχός µου,
απ’ τα πιο ακριβά που δείχνονται
και που κρύβονται του κόσµου.
Ποιος λαός χτιστών ακούραστος,
και ποια πλάση δουλευτάδων,
των βουνών ω ζηλοφτόνιασµα
και ω καµάρι των πεδιάδων,
στο δικό µου αφεντοπρόστασµα
θα χυθεί για να σε υψώσει
µ’ ένα κοσµοπλάστην έρωτα
και µε µια υπερτέλεια γνώση;
'Η αν ανθρώπου κόπος και βουλή
σέ είν’ ανήµπορη να κάµει ,
– ποιος χορός µεγαλοδύναµος
από ξωτικές θα δράµει
µες στων θαλασσών το φρένιασµα
και στη λύσσα των κλυδώνων
σέ να θεµελιώσει ατράνταχτο
στους αιώνες των αιώνων;
(Και όταν ήρθαν και µε σκόλασαν
µε τους οικοδόµους οικοδόµο,
και όταν µου είπαν:
«Γύφτε, τράβα δρόµο!»
Κι όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος
το δικό µου δρόµο πάλι,
γνώρισα µια θλίψη µέσα µου,
θλίψη ασώπαστη µεγάλη!)
Κ. Παλαμάς