Μόνος πλανήθηκα, σαν συννεφάκι
πάνω από λόφο κι από λαγκαδιά,
και χρυσονάρκισσοι, πλάι στο νεράκι
της λίμνης, φάνηκαν στη σιγαλιά,
π’ όλο και χόρευαν με τ’ αεράκι,
χορεύαν με την αύρα τη γλυκιά.
πάνω από λόφο κι από λαγκαδιά,
και χρυσονάρκισσοι, πλάι στο νεράκι
της λίμνης, φάνηκαν στη σιγαλιά,
π’ όλο και χόρευαν με τ’ αεράκι,
χορεύαν με την αύρα τη γλυκιά.
Σαν άστρα που ’μοιαζαν, στα ουράνια μέρη,
καθώς της Βερενίκης τα μαλλιά,
στ’ ακρόλιμνο που φύσαγε τ’ αγέρι,
σ’ ατέλειωτη εφυτρώνανε σειρά·
μύρια ένα βλέμμα μου θε να μού φέρει
τ’ άνθη που χόρευαν λικνιστικά.
καθώς της Βερενίκης τα μαλλιά,
στ’ ακρόλιμνο που φύσαγε τ’ αγέρι,
σ’ ατέλειωτη εφυτρώνανε σειρά·
μύρια ένα βλέμμα μου θε να μού φέρει
τ’ άνθη που χόρευαν λικνιστικά.
Χορεύαν και τα κυματάκια πλάι,
μα κείνα ξεπερνούσαν στη χαρά:
– Ω, τι χαρούμενο το βλέμμα πάει
σε τέτοιαν εύθυμη μια συντροφιά!
Όμως τι πλούτο, η σκέψη δε γροικάει,
μού φέρναν στην καρδιά μου τ’ άνθη αυτά:
μα κείνα ξεπερνούσαν στη χαρά:
– Ω, τι χαρούμενο το βλέμμα πάει
σε τέτοιαν εύθυμη μια συντροφιά!
Όμως τι πλούτο, η σκέψη δε γροικάει,
μού φέρναν στην καρδιά μου τ’ άνθη αυτά:
Γιατί συχνά, σα ’ρθούν στη θύμησή μου,
την ώρα κάποιας λύπης ή χαράς,
λάμπουν και μπαίνουνε μες στην ψυχή μου
ωσάν την ευλογία της μοναξιάς·
και με τους νάρκισσους τότε η ψυχή μου
τρελά χορεύει της ακρολιμνιάς!
την ώρα κάποιας λύπης ή χαράς,
λάμπουν και μπαίνουνε μες στην ψυχή μου
ωσάν την ευλογία της μοναξιάς·
και με τους νάρκισσους τότε η ψυχή μου
τρελά χορεύει της ακρολιμνιάς!
W. Wordsworth