Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Το σπίτι των παιδιών

...
Έτσι βρέθηκα εδώ σε τούτο τον τόπο.
Έτσι βρέθηκα ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά
που κάθησαν πάνω στα γόνατά μου όπως πάνω
σε δυό βράχους απ’ την πατρίδα τους, που δεν είχαν.
Με τίμησαν καταθέτοντας στην ψυχή μου τη λύπη τους
κ’ εγώ τους μοίρασα ένα χαμόγελο
κομμένο απ’ το δέντρο της υπομονής, που είχα μέσα μου.
Μου πρόσφεραν την καρέκλα τους και μούκαναν ησυχία
να καθήσω και να σκεφτώ αν έχω άλλο μέλλον,
αν χρειαζόμουν ακόμη πάνω στη γη
κι αν δικαιούμαι όταν χτυπώ
να μου ανοίγουν μια πόρτα.
Του πόνου το πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο
κοινό στον πλανήτη μας· δεν έχει έθνος.
Ο Κώστας, ο Νίκος, ο Σπύρος, η Ειρήνη
που η πρόωρη σκέψη της ανακάτευε την ψυχή
όπως ο άνεμος το χορτάρι,
τα χεράκια της Ευπραξίας που συμβολίζαν την έρημο
κ’ η ευαισθησία της έμοιαζε με λιωμένο κερί,
ήταν όλα μαζί ένα «Κύριε ελέησον» στην ατέρμονη
λιτανεία της γης. Πηγαινόρχονταν γύρω μου
σαν μικροί σκαραβαίοι· σκαλώναν στο στήθος μου
κι από κεί, σαν φωτάκια κινούμενα, τα ματάκια τους
φέγγαν αυτόν τον πολύπαθο βράχο
των κυμάτων και της οδύνης – το τρύπες γεμάτο,
σκαμμένο μου μέτωπο.
Ανεβαίναν δυό - δυό
και μούστρωναν το κρεβάτι μου
κι όταν φεύγαν, σαν νάφηναν εκεί τα χεράκια τους, ένιωθα
ν’ αναπνέει το μαξιλάρι μου· ζεστό σαν ψυχή
με δίπλωνε το σεντόνι μου. Κι ακόμη, σα ν’ άφηναν
κοντά μου τ’ αυτάκια τους, θαρρούσα πως άκουγαν
την καρδιά μου, που ξόφλαγε δίχως σκοπό,
δίχως έργο, το χρόνο μου.

Ν. Βρεττάκος