Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Ήταν ωραίες η στιγμές εκείνες

Ήταν ωραίες η στιγμές εκείνες,
η ζήλεια, τα παράπονα, η οργή.
Γιατί ήτον έρωτος μεγάλου αντάρα,
ήτον οδύνης απελπιστική κραυγή.

Κ' ετρέμανε τα λόγια μου στα χείλη,
κ' έτρεμε μεσ' στο στήθος η καρδιά,
ως τρέμει στους αγρούς το στάχι,
όταν το ζώνει λαίμαργη φωτιά.

Και συ στεκόσουν απαθής εμπρός μου,
και μ' άκουες με μια ανήκουστη απονιά,
αναίσθητη, σαν άγαλμα μαρμάρου.
Ούτε ματιά παρήγορη ούτε λέξι μια.

Και σ' αποθέων' η αγάπη εκείνη,
και σ' έβλεπα στον πύρινό της ουρανό,
υπέροχη και απρόσιτη και ωραία,
το πλάσμα εσέ το ταπεινό.

Ο έρως πλέον έσβυσεν απ' την καρδιά μου,
που την επλούτιζε με την αγία του πνοή,
μ' αίσθημ' αυταπαρνήσεως, θυσίας.
Εζούσα, σαν μιάν υπεράνθρωπη ζωή.

Ο έρως πλέον έσβυσεν. Έχει στειρέψει
ο πλούσιος και ζωογόνος ποταμός.
Είμαι κοινός θνητός. Με τρέφουν τώρα
έννοιες μικρές και ταπεινές κ' εγωισμός.

Τι θέλεις τώρα; επέρασεν η τρικυμία
που εστέναζε παραπονετικά,
και σαν αγάπης υπερτάτης αρμονία
σ' έθελγε, σ' ενανούριζε γλυκά.

Σ' εθέρμαινε του έρωτός μου η φλόγα,
και τώρα νοιώθεις στην καρδιά σου παγωνιά.
Τώρα θυμάσαι και πονείς κι' αναστενάζεις
στην εγκατάλειψί σου και στην ερημιά.

Α. Προβελέγγιος