Πιέ στού γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι᾿ άκρη, τώρα π᾿ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιέ το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ᾿ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιέ το η ψυχή σου αξέννοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν ερθ᾿ η Μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιούν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Λ. Πορφύρας
σε μι᾿ άκρη, τώρα π᾿ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιέ το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ᾿ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιέ το η ψυχή σου αξέννοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν ερθ᾿ η Μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιούν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Λ. Πορφύρας