Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλαδιά.
Το καράβι μες στη θάλασσα.
Τ΄άλογο πάνω στα βουνά.
Εκείνη με την σκιά στη ζώνη
στο δικό της ονειρεύεται μπαλκόνι,
πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,
με κρύα μάτια ασημιά.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Κάτω απ΄την τσιγγάνα την σελήνη,
τα πράγματα καθόνταν και την κοίταζαν,
αυτά που δεν μπορούσε να κοιτάξει εκείνη.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Της πάχνης τα μεγάλα άστρα
έρχονται με το ψάρι της σκιάς
π΄ανοίγει της αυγής τα κάστρα.
Τρίβει τον άνεμό της η συκιά
με το γυαλόχαρτο απ΄τα φυλλόκλαδά της,
και το βουνό, σαν αγριόγατος,
κάνει την κάθε μιά απ΄τις πικρές αγάβες του
να ορθώνει το ανάστημά της.
Όμως ποιός θάρθει κι΄από πού ;
Εκείνη πάνω στη βεράντα συνεχίζει την δικιά της,
πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,
να ονειρεύεται την πικροθάλασσά της.
« Κουμπάρε, θάθελα να αλλάζαμε
τ΄άλογο το δικό μου με το σπίτι σου,
την σέλλα μου με τον δικό σου τον καθρέφτη,
και το μαχαίρι το δικό μου με την κάπα σου.
Έρχομαι λαβωμένος, όλο αίματα,
κουμπάρε, απ΄τα περάσματα της Κάμπρας.»
«Αν ημπορούσα, παλληκάρι μου,
θά ‘κλεινα τώρα δα την συμφωνία.
Όμως εγώ δεν είμαι εγώ,
ούτε το σπίτι είναι πια δικό μου σπίτι.»
« Κουμπάρε, σαν νοικοκύρης θάθελα
στο εδικό μου να τελειώσω το κρεββάτι.
Άτσάλινο, αν γίνεται,
και με σεντόνια Ολλανδίας.
Δεν βλέπεις τη λαβωματιά εδώ
απ΄ το στέρνο ως το λαιμό;»
« Τριακόσια τριαντάφυλλα σκουρόχρωμα
έχει το άσπρο σου πουκάμισο στο στήθος.
Το αίμα σου αναβλύζει και μυρίζει
γύρω απ΄ την πάνινη εξάρτησή σου.
Όμως εγώ δεν είμαι εγώ,
ούτε το σπίτι είναι πιά δικό μου σπίτι.»
« Τουλάχιστον αφήστε με να ανεβώ
μέχρι τα κάγκελα του μπαλκονιού του αψηλού,
αφήστε με να ανεβώ, αφήστε με,
μέχρι τα κάγκελα τα πράσινα του μπαλκονιού.
Κάγκελα, φεγγαρίσια κάγκελα
απ΄όπου τα νερά αντιβουΐζουν.»
Νάτοι κι΄οι δυό τους σκαρφαλώνουνε
προς τα ψηλά - ψηλά μπαλκόνια.
Αφήνοντας γραμμή τ΄αχνάρια από αίμα.
Αφήνοντας γραμμή τ΄αχνάρια από δάκρυα.
Τρεμόσβηναν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών
τα φαναράκια τα τενεκεδένια.
Ντέφια χίλια κρυστάλλινα
πληγώναν την αυγή.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο,
πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά.
Οι δυό τους τώρα ανεβήκανε.
Τ΄αγέρι που τους χτύπαγε διάπλατα
μιά γεύση άφηνε περίεργη στο στόμα
από χολή, βασιλικό και δυόσμο.
«Πες μου, που είναι, φίλε μου,
που είναι η πικραμένη σου κοπέλα ;
Πόσες φορές σε πρόσμενε!
Πόσες φορές θα σε προσμένει μόνη,
όψη δροσάτη, μαύρα μαλλιά,
σ΄αυτό εδώ το πράσινο μπαλκόνι!»
Πάνω στο πρόσωπο της στέρνας
λικνιζότανε η τσιγγάνα.
Πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά
με κρύα μάτια ασημιά.
Ένα παγάκι φεγγαρίσιο
την κρατούσε πάνω στο νερό.
Η νύχτα έγινε μέχρι τα σώψυχα δικιά τους
σαν μια μικρή πλατεία τόση δα.
Πιομένοι, μεθυσμένοι χωροφύλακες
χτυπούσανε την πόρτα δυνατά.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά.
Το καράβι μες στη θάλασσα.
Τ΄άλογο πάνω στα βουνά.
F. García Lorca
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλαδιά.
Το καράβι μες στη θάλασσα.
Τ΄άλογο πάνω στα βουνά.
Εκείνη με την σκιά στη ζώνη
στο δικό της ονειρεύεται μπαλκόνι,
πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,
με κρύα μάτια ασημιά.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Κάτω απ΄την τσιγγάνα την σελήνη,
τα πράγματα καθόνταν και την κοίταζαν,
αυτά που δεν μπορούσε να κοιτάξει εκείνη.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Της πάχνης τα μεγάλα άστρα
έρχονται με το ψάρι της σκιάς
π΄ανοίγει της αυγής τα κάστρα.
Τρίβει τον άνεμό της η συκιά
με το γυαλόχαρτο απ΄τα φυλλόκλαδά της,
και το βουνό, σαν αγριόγατος,
κάνει την κάθε μιά απ΄τις πικρές αγάβες του
να ορθώνει το ανάστημά της.
Όμως ποιός θάρθει κι΄από πού ;
Εκείνη πάνω στη βεράντα συνεχίζει την δικιά της,
πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,
να ονειρεύεται την πικροθάλασσά της.
« Κουμπάρε, θάθελα να αλλάζαμε
τ΄άλογο το δικό μου με το σπίτι σου,
την σέλλα μου με τον δικό σου τον καθρέφτη,
και το μαχαίρι το δικό μου με την κάπα σου.
Έρχομαι λαβωμένος, όλο αίματα,
κουμπάρε, απ΄τα περάσματα της Κάμπρας.»
«Αν ημπορούσα, παλληκάρι μου,
θά ‘κλεινα τώρα δα την συμφωνία.
Όμως εγώ δεν είμαι εγώ,
ούτε το σπίτι είναι πια δικό μου σπίτι.»
« Κουμπάρε, σαν νοικοκύρης θάθελα
στο εδικό μου να τελειώσω το κρεββάτι.
Άτσάλινο, αν γίνεται,
και με σεντόνια Ολλανδίας.
Δεν βλέπεις τη λαβωματιά εδώ
απ΄ το στέρνο ως το λαιμό;»
« Τριακόσια τριαντάφυλλα σκουρόχρωμα
έχει το άσπρο σου πουκάμισο στο στήθος.
Το αίμα σου αναβλύζει και μυρίζει
γύρω απ΄ την πάνινη εξάρτησή σου.
Όμως εγώ δεν είμαι εγώ,
ούτε το σπίτι είναι πιά δικό μου σπίτι.»
« Τουλάχιστον αφήστε με να ανεβώ
μέχρι τα κάγκελα του μπαλκονιού του αψηλού,
αφήστε με να ανεβώ, αφήστε με,
μέχρι τα κάγκελα τα πράσινα του μπαλκονιού.
Κάγκελα, φεγγαρίσια κάγκελα
απ΄όπου τα νερά αντιβουΐζουν.»
Νάτοι κι΄οι δυό τους σκαρφαλώνουνε
προς τα ψηλά - ψηλά μπαλκόνια.
Αφήνοντας γραμμή τ΄αχνάρια από αίμα.
Αφήνοντας γραμμή τ΄αχνάρια από δάκρυα.
Τρεμόσβηναν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών
τα φαναράκια τα τενεκεδένια.
Ντέφια χίλια κρυστάλλινα
πληγώναν την αυγή.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο,
πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά.
Οι δυό τους τώρα ανεβήκανε.
Τ΄αγέρι που τους χτύπαγε διάπλατα
μιά γεύση άφηνε περίεργη στο στόμα
από χολή, βασιλικό και δυόσμο.
«Πες μου, που είναι, φίλε μου,
που είναι η πικραμένη σου κοπέλα ;
Πόσες φορές σε πρόσμενε!
Πόσες φορές θα σε προσμένει μόνη,
όψη δροσάτη, μαύρα μαλλιά,
σ΄αυτό εδώ το πράσινο μπαλκόνι!»
Πάνω στο πρόσωπο της στέρνας
λικνιζότανε η τσιγγάνα.
Πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά
με κρύα μάτια ασημιά.
Ένα παγάκι φεγγαρίσιο
την κρατούσε πάνω στο νερό.
Η νύχτα έγινε μέχρι τα σώψυχα δικιά τους
σαν μια μικρή πλατεία τόση δα.
Πιομένοι, μεθυσμένοι χωροφύλακες
χτυπούσανε την πόρτα δυνατά.
Πράσινο σε λατρεύω πράσινο.
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλαδιά.
Το καράβι μες στη θάλασσα.
Τ΄άλογο πάνω στα βουνά.
F. García Lorca