Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Ποιητική Τέχνη

Σαν ποιητής-μαραγκός
πρώτα αναζητώ το ξύλο,
με ρόζους ή λεία επιφάνεια –αναλόγως˙
αγγίζω το άρωμά του με τα χέρια,
εισπνέω το χρώμα του, περνώ τα δάχτυλα
πάνω απ’ την ευωδιά της ακεραιότητας,
απ’ τη σιωπή του σύνολου,
μέχρι που ν’ αποκοιμηθώ, μεταφερθώ αλλού
ή βυθιστώ ολόγυμνος
στη ρώμη του ξύλου,
σ’ εκείνα που μου λέει περιφραστικά.

Το δεύτερο βήμα είναι να κόψω
με πριόνι οδοντωτό
τη σανίδα που τελικά επέλεξα˙
από κει, σαν χειραφετημένα
πριονίδια, βγαίνουν οι στίχοι
–μυρωδάτοι, ακμαίοι και απόμακροι–
έτσι που έχοντας αποκτήσει πια το ποίημά μου
βάση, σκελετό και πλώρη
να υψώσει το ανάστημά του για το δρόμο
και να το κατοικήσει η θάλασσα.

Σαν ποιητής-φούρναρης
ετοιμάζω τη φωτιά, το αλεύρι,
τη μαγιά και την καρδιά
και βουτώ τα χέρια μου στη ζύμη ως τους αγκώνες,
ανακατεύοντας το φως του φούρνου
με το πράσινο της γλώσσας
για να μπορεί να πουληθεί στην αγορά
το ψωμί που θα βγάλω.
Ίσως και ποιητή-μεταλλουργό με θέλει η μοίρα μου,
κι ας μη το αναγνωρίζουν οι πολλοί˙
αλλά το τελευταίο που θ’ απαιτούσα
απ’ όλους κι απ’ τον εαυτό μου στην περίπτωση
είναι μια ποίηση μεταλλική.
Μ’ αυτή την ανοιχτή συντεχνία
δεν έχω στενό σύνδεσμο.
Ήμουνα πάντοτε ένας σιδεράς μοναχικός.
Σκαλίζοντας τα σκουριασμένα παλιοσίδερα
μεταφέρομαι, μαζί με τα χαλάσματα,
σε άλλον τόπο, ακατοίκητο,
που τον λαμπρύνει ο άνεμος.
Εκεί βρίσκω καινούργια μέταλλα
που τα μεταλλάσσω μέσα μου σε λέξεις.

Καταλαβαίνω πως οι εμπειρίες μου
στο μεταφυσικό ετούτο εγχειρίδιο
δεν βοηθούν την ποίηση.
Αλλά εγώ έφαγα τα νύχια μου
να μάθω να εξασκώ με μαεστρία την τέχνη μου
και τα φτωχά ετούτα συμπεράσματα
τα έβγαλα μονάχος, απ’ την πείρα μου.
Αν τελικά αποδειχτεί πως είναι άχρηστα
για την τέχνη της ποίησης,
το δέχομαι αμέσως, δεν έχω αντίρρηση!
Χαμογελώντας κατά τη μεριά του μέλλοντος
αποσύρομαι προτού ν’ αρχίσει η συζήτηση.

P. Neruda