Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Της μοίρας τα γραμμένα

Έμπλεξα μες στης ποίησης το δέντρο το πολύκλωνο
Έμπλεξα μες στους θάμνους της όπως με μια γυναίκα
Μια λάμπα με πετρέλαιο έξω απ’ την πόρτα μου έβγαλα
Της νύχτας τη βαθιά σκιά σαν αστραπή να σκίσει
Μα ούτε τη νύχτα έσκισα ούτε τον ίσκιο χάλασα
Αλλά για μόνο μιά στιγμή τα σκαλοπάτια είδα
Και μιά ταράτσα ευρύχωρη επάνω από τη θάλασσα
Το μόλο τον τετράγωνο και δίπλα του μιά βάρκα
Κι ανέβηκα να κοιμηθώ μες στα πλατιά κρεβάτια
Απέξω η νύχτα πάντοτε βαθιά κι αναμφισβήτητη
Έμπλεξα μες στης ποίησης τα δίχτυα όπως τα έντομα
Γύρω απ’ το φως του φαναριού που άναψε ένα βράδυ
Έμπλεξα με τη θάλασσα όπως με μια γυναίκα
Μα η γυναίκα έφυγε μόνη της με μια βάρκα
Σέρνοντας μες στα δίχτυα της τον ίσκιο της ταράτσας

Ν. Βαλαωρίτης