Μ᾿ ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ᾿ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ᾿ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τι γυαλόπετρες φούχτες
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες βββ να σού βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.
Κάτι
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ᾿ τη γλώσσα
- Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;
- Θόη θόη θμος
- Ε; Τι;
- Αρίηω ηθύμως θμος
- Δεν άκουσα τι πράγμα;
- Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα᾿ να μ᾿ έλεγαν τρελό
πως από ῾να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.
Ο. Ελύτης
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ᾿ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ᾿ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τι γυαλόπετρες φούχτες
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες βββ να σού βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.
Κάτι
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ᾿ τη γλώσσα
- Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;
- Θόη θόη θμος
- Ε; Τι;
- Αρίηω ηθύμως θμος
- Δεν άκουσα τι πράγμα;
- Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα᾿ να μ᾿ έλεγαν τρελό
πως από ῾να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.
Ο. Ελύτης