Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Το φιλί

«Τα φύλλα βλέπεις της ετιάς
πώς πέφτουν μαραμένα;»
ψυχή μου, μόλεγες πικρά
με μάτια δακρυσμένα.

«Πώς φεύγει, βλέπεις, το νερό,
τα νέφη πώς πετούνε,
πώς η δροσούλα της αυγής,
οι κρίνοι πώς περνούνε;

»Ναι, πες μου, πες μου, σαν αυτά
κι η αγάπη μας θα σβήσει
σα λούλουδο θα μαραθεί
σαν όνειρο θα ζήσει;»

Κι εγώ σ’ αγκάλισα σφιχτά
και σόφραξα, ψυχή μου,
τα χείλη μ’ ένα φλογερό
κι απέραντο φιλί μου.

Και τότ’ επίστεψες και συ
ότ’ έχει κι η ζωή μας
μια μόνη αθάνατη στιγμή
κλεισμένη στο φιλί μας,

μιαν ώρα πόφυγε κρυφά
του Χάρου το δρεπάνι
κι όπ’ όσο κι αν πετά γοργά
ποτέ δε θα πεθάνει.

Α. Βαλαωρίτης