Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Το όνειρο της Μαρίας

Μου φαίνεται πως πάω και ταξειδεύω
'Στην ερμιά του πελάγου εις τ' όνειρό μου·
Με το κύμα, με τ'ς ανέμους, παλεύω
Μοναχή, και δεν είσαι εις το πλευρό μου·
Δε βλέπω με το μάτι όσο γυρεύω
Πάρεξ τον ουρανό 'ς τον κίνδυνό μου·
Τόνε τηράω, βόηθα, του λέω, δεν έχω
Πανί, τιμόνι, και το πέλαο τρέχω.

Κι' ό,τι τέτοια του λέω, μέσα με θάρρος
Νά σου τα τρία τ' αρσενικά πετειούνται·
Του καραβιού τα ξύλα από το βάρος
Τρίζουν τόσο, που φαίνεται και σκιούνται·
Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος,
Και στρυμωμένα αυτά κρυφομιλειούνται,
Κι' αφού έχουν τα κρυφά λόγια πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.

Μ' ένα πικρό χαμόγελο 'ς το στόμα
Έρχεται η κόρη εκεί και με σιμώνει.
Της τυλίζει ένα σάβανο το σώμα,
Που 'ς τον αέρα ολόασπρο φουσκώνει.

Αλλά πλια χλωμιασμένο είναι το χρώμα
Του χεριού που ομπροστά μου αντισηκώνει,
Και της τρέμει, όπως τρέμει το καλάμι,
Δείχνοντας το σταυρό 'ς την απαλάμη.

Και βλέπω απ' το σταυρό και βγαίνει αίμα
Μαύρο μαύρο, και τρέχει ωσάν τη βρύση·
Μου δείχνει η κόρη ανήσυχο το βλέμμα,
Τάχα πως δε μπορεί να με βοηθήση.
Όσο εκειά τα κουπιά σχίζουν το ρέμα,
Τόσο το κάνουν γύρω μου ν'αυξήση·
Συχνοφέγγει αστραπή, σχίζει το σκότος,
Και της βροντής πολυβουίζει ο κρότος.

Και τα κύματα πότε μας πηδίζουν,
Που 'ς τα νέφη σου φαίνεται πως να σαι,
Και πότε τόσο ανέλπιστα βυθίζουν,
Που μην ανοίξη η κόλαση φοβάσαι·
Οι κουπηλάταις κατά με γυρίζουν,
Βλασφημούν, και μου λένε Ανάθεμά σε.
Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Και το καράβι σύψυχο βουλιάει.

Με χέρια και με πόδια ενώ 'ς εκείνη
Την τρικυμιά, που μ' άνοιξε το μνήμα,
Τινάζομαι με βία, και δε μ' αφίνει
Να βγάλω το κεφάλι από το κύμα,
Βρίσκομαι η έρμη ανάποδα 'ς την κλίνη,
Που άλλαις φοραίς τη ζέσταινε το κρίμα,
Και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως
Το στεφάνι, που μώταξες, ο τοίχος.

Δ. Σολωμός