Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Θα πεθάνω ένα πένθιμο...

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ᾿ στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος·
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν᾿ ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρούν στο κρεββάτι μου. Θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ᾿ τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!...»
Θ᾿ απαντήσει άλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αυτός έχει πεθάνει».

Μιά στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πούν: «Τ᾿ είν᾿ ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!»
Καί βουβά το παιγνίδι τους θ᾿ αρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θάναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ᾿ εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μία κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μία Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι᾿ άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.

Κ. Ουράνης