Α! πως χτυπά καμιά φορά τούτ᾿ η καρδιά κι αναφτερά,
τώρα στα γεροντάματα,
σα νιός να ξαναχαίρομαι φεγγάρι-μέρα, αστροφεγγιά,
δύσες, γλυκοχαράματα!
Σαν απ᾿ την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γυρνώ,
και νάχω σκόλη τρίμερη,
και να είμαι για το Γαλατά και για το αθάνατο βουνό
με την πλαγιά την ήμερη.
Κ᾿ εκεί, σα να με καρτερούν γιδάρηδές μου πιστικοί,
πρατάρηδες συντρόφοι μου,
μ᾿ άλλους να μπαίνω στο λογγά κι άλλοι απ᾿ την άγναντη κορφή
να ρίχνουν στο πιστρόφι μου.
Κι ακόμα, σα ναν᾿ έτοιμα, τυρί, μυζήθρα, το σφαχτό
και το γλυκό το νιώτικο,
κι από σε πλατανόφυλλα το κοκκορέτσι το ζεστό
και το ρακί τ᾿ Αηλιώτικο.
Κ᾿ ύστερα, σα να μου κρατούν την καλαμάτα στο χορό
βλαχούλες και βλαχόπουλα,
κ᾿ εκεί που σειέμαι και λυγώ και στρίβω και νυχοπατώ,
να μου φωνάζουν: όπουλα! ...
Α! πως χτυπάει καμιά φορά τούτ᾿ η καρδιά κι αναφτερά,
και πως μ᾿ ανάβουν τα αίματα,
σα ναμ, εκεί και τραγουδώ με τη φλογέρα συνοδιά:
«Το λένε τ᾿ αηδονάκια στα κλεισορέματα...»
Μ. Μαλακάσης
τώρα στα γεροντάματα,
σα νιός να ξαναχαίρομαι φεγγάρι-μέρα, αστροφεγγιά,
δύσες, γλυκοχαράματα!
Σαν απ᾿ την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γυρνώ,
και νάχω σκόλη τρίμερη,
και να είμαι για το Γαλατά και για το αθάνατο βουνό
με την πλαγιά την ήμερη.
Κ᾿ εκεί, σα να με καρτερούν γιδάρηδές μου πιστικοί,
πρατάρηδες συντρόφοι μου,
μ᾿ άλλους να μπαίνω στο λογγά κι άλλοι απ᾿ την άγναντη κορφή
να ρίχνουν στο πιστρόφι μου.
Κι ακόμα, σα ναν᾿ έτοιμα, τυρί, μυζήθρα, το σφαχτό
και το γλυκό το νιώτικο,
κι από σε πλατανόφυλλα το κοκκορέτσι το ζεστό
και το ρακί τ᾿ Αηλιώτικο.
Κ᾿ ύστερα, σα να μου κρατούν την καλαμάτα στο χορό
βλαχούλες και βλαχόπουλα,
κ᾿ εκεί που σειέμαι και λυγώ και στρίβω και νυχοπατώ,
να μου φωνάζουν: όπουλα! ...
Α! πως χτυπάει καμιά φορά τούτ᾿ η καρδιά κι αναφτερά,
και πως μ᾿ ανάβουν τα αίματα,
σα ναμ, εκεί και τραγουδώ με τη φλογέρα συνοδιά:
«Το λένε τ᾿ αηδονάκια στα κλεισορέματα...»
Μ. Μαλακάσης