Όταν ανέβαινες στο βουνό
εσύ κατέβαινες στην πεδιάδα
να κυνηγάς ψυχές
να κυνηγήσεις άσπρες πεταλούδες
και τις περνάς σε ασημένια ψιλά σύρματα
γιατί ο ίδιος είσαι συ αυτός που ανεβαίνει
κι αυτός που κατεβαίνει
δεν είναι λοιπόν η πεταλούδα, πεταλούδα
η πεθαμένη δεν είναι πεθαμένη
ούτε ο τάφος, τάφος της
– Ασάη! σου εφώναξα λοιπόν
όπως σου έλεγα εγώ τις σκάλες κατεβαίνοντας
εγώ ο ίδιος τις σκάλες ανεβαίνοντας
και λίγο έλειψε να τσακιστούμε
εγώ τραβώντας για τον Ουρανό
εγώ πέφτοντας κατακόρυφα
φωνάζοντας κι οι δυό μαζί:
– Ασάη Εσμέ! Εσμέ Ασάη!
Μ. Σαχτούρης