Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Η φωνή

Η βρεφική μου κούνια ήταν με τη βιβλιοθήκη πλάτη —
μια σκοτεινή Βαβέλ: νουβέλες και επιστήμη· τίτλοι αθρόοι
(ελληνικά, λατινικά) από στάχτη η σκόνη βγάζαν κάτι
και μείγμα εκάναν. Μέτραγα δε μέτραγα ένα ινφόλιο μπόι.

Καί δυό φωνές μου μίλαγαν. Ακύμαντη, πανούργα η μία
όλο έλεγε: «Ένα κέικ είναι η γη· και η γλύκα του δική σου.
Πού λες εγώ μπορώ (χωρίς να βρεί η ηδονή σου εσέ ηρεμία)
να σε γλυκαίνω και ποτέ να μη σού κόβεται η όρεξή σου!»

Μετά η άλλη μου έλεγε φωνή: «Έλα, στ᾽ όνειρο ταξίδι πάμε —
πέρα από το εφικτό και περ᾽ απ᾽ τα γνωστά μας, σε άλλα μέρη!»
Κι ετραγουδούσε κάμε σαν τον μπάτη στο γιαλό η και κάμε
σαν αερικό που καν δεν ήξερες εκεί τι το ᾽χε φέρει·

κι ενώ μου χαιδευε τ᾽ αφτιά, με κατατρόμαζε συνάμα.
Της είπα: «Ναί, ω γλυκιά φωνή, ναί!» Κι έκτοτε, απ᾽ τη μέρα εκείνη,
αλίμονο, κανείς τη θλίψη μου δεν ξέρει, και τι κλάμα
τη μοίρα μου ποτίζει. Πίσω απ᾽ το ντεκόρ που ανοιγοκλείνει,

της αχανούς ζωής, είδα στον πιο μαύρο της αβύσσου πάτο
δυό κόσμους χωριστούς, αλλόκοτους — το χάος τους εξέρνα
(και τους ξερνάει)· και θύμα της οξυδερκείας μου, από κάτω
εδώ τα φίδια τρέφω που ᾽φερα και μου κεντούν τη φτέρνα.

Κι απ᾽ τον καιρόν εκείνο βίον προφήτου διάγω: ζω μονήρης
και τρυφερά τους ερημότοπους, τη θάλασσα αγαπάω·
στα πένθη πάντοτε γελώ, και οδύρομαι στις πανηγύρεις·
του πιο ξινού οίνου ότι είναι η γεύση του απαράμιλλη εκτιμάω.

Τα γεγονότα ας είν᾽ πραγματικά — εγώ τα εκλαμβάνω ως ψεύδη.
Κοιτώ τον ουρανό, κι από τη μια λακούβα πέφτω σε άλλη.
Πλην με παρηγορεί η φωνή: «Όνειρο η ζωή είναι και καθεύδει!
Μα φύλα τη! Οι σοφοί στην τρέλα μόνο βρίσκουν τέτοια κάλλη!»

C. Baudelaire