Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Δευτέρα

Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται
ένας λαός τυφλών και τ’ ασφοδίλια σκύβουν
μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.
(Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα
κλεισμένα στη ζέστη.
Ἀρκείτω βίος.)
Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα
ραχιτικοί φωνογράφοι
τρύπιες φυσαρμόνικες
αρμόνια γονατισμένα·
να ’χουν πεθάνει;
Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα
κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι’ αυτό λέω πως κοιμούνται.
Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μού γνέφουν μαρμαρωμένα
το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα
κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιός θα την εξαντλήσει; *
οι τυφλοί κοιμούνται,
οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους
τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση
κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει
πότε θα στερέψει.
Κοιτάζω το ποτάμι
ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν κάτω από τον ανήμπορο ήλιο
τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·
λυπήσου εκείνους που περιμένουν.
Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα.

Γ. Σεφέρης