Δυστυχησμένα πλάσματα
της πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
Ημείς κατεδικάσθημεν
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ῾να κατατρέχωμεν,
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
Ίσως (αν δεν με τρέφη
ματαία ελπίς) ευρίσκεται
μετά τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με προσμένει.
Όμως, διατί εάν έσπειρε
παντού εις την οικουμένην
την χαράν με᾿ την θλίψιν
του επουρανίου πατρός
το δίκαιον χέρι·
Διατί κ᾿ εδώ όπου μ᾿ έρριψεν
εις την αέριον σφαίραν,
μίαν ῾να μην εύρω τρέχουσαν
διά με, μόνην μίαν βρύσιν
παρηγορίας;
Βρύσιν! - Καί τα θαυμάσια
της Αρετής αένναα
νερά δεν βλέπω; Χύνονται
ποταμηδόν τρυγύρω μου,
την γην σκεπάζουν.
Ω θνητοί, ποτισθήτε.
Έαν το θείον πίετε
ρεύμα, ο πόνος με᾿ δάκρυα
την τράπεζαν, το στρώμα σας
ας βρέξη τότε.
Ας έλθη τότε, ας έλθη
῾να σας περικυκλώση
με᾿ σκοτεινά, βρονταία,
πεπυκνωμένα σύννεφα
η δυστυχία.
Μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά, και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
Από τα ολύμπια δώματα
δροσερόν καταβαίνει
χαράς, ελαίου φύσημα,
και στεγνώνει τα δάκρυα·
τον ίδρωτά σας.
Εκεί όπου επατήσατε
ιδού οι καρποί φυτρώνουν,
και τ᾿ άνθη ιδού σκορπίζουσι
τα κύματα ευτυχή
της μυρωδίας.
Της Φιλίας η Χάριτες,
και του Υμεναίου, συμπλέκουσι
χορών πλουσίους στεφάνους·
βωμόν έχουν τον θρόνον σας
και τον δοξάζουν.
Αν εις δικαίους έλθητε
πολέμους, η ένα μνήμα,
μνήμα τίμιον ευρίσκετε,
η των θριάμβων τ᾿ ασματα,
και τα κλωνάρια.
Τα πολύχρυσα πέπλα,
και τ᾿ αρώματα ο Πλούτος,
γλυκύ η Σοφία το φίλημα
σας χαρίζει εάν ήναι
με σας η ειρήνη.
Ω Αρετή! πολύτιμος
θεά, συ ηγάπας πάλαι
τον Κιθαιρώνα, σήμερον
την γην μη παραιτήσης,
την πατρικήν μου.
Α. Κάλβος
της πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
Ημείς κατεδικάσθημεν
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ῾να κατατρέχωμεν,
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
Ίσως (αν δεν με τρέφη
ματαία ελπίς) ευρίσκεται
μετά τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με προσμένει.
Όμως, διατί εάν έσπειρε
παντού εις την οικουμένην
την χαράν με᾿ την θλίψιν
του επουρανίου πατρός
το δίκαιον χέρι·
Διατί κ᾿ εδώ όπου μ᾿ έρριψεν
εις την αέριον σφαίραν,
μίαν ῾να μην εύρω τρέχουσαν
διά με, μόνην μίαν βρύσιν
παρηγορίας;
Βρύσιν! - Καί τα θαυμάσια
της Αρετής αένναα
νερά δεν βλέπω; Χύνονται
ποταμηδόν τρυγύρω μου,
την γην σκεπάζουν.
Ω θνητοί, ποτισθήτε.
Έαν το θείον πίετε
ρεύμα, ο πόνος με᾿ δάκρυα
την τράπεζαν, το στρώμα σας
ας βρέξη τότε.
Ας έλθη τότε, ας έλθη
῾να σας περικυκλώση
με᾿ σκοτεινά, βρονταία,
πεπυκνωμένα σύννεφα
η δυστυχία.
Μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά, και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
Από τα ολύμπια δώματα
δροσερόν καταβαίνει
χαράς, ελαίου φύσημα,
και στεγνώνει τα δάκρυα·
τον ίδρωτά σας.
Εκεί όπου επατήσατε
ιδού οι καρποί φυτρώνουν,
και τ᾿ άνθη ιδού σκορπίζουσι
τα κύματα ευτυχή
της μυρωδίας.
Της Φιλίας η Χάριτες,
και του Υμεναίου, συμπλέκουσι
χορών πλουσίους στεφάνους·
βωμόν έχουν τον θρόνον σας
και τον δοξάζουν.
Αν εις δικαίους έλθητε
πολέμους, η ένα μνήμα,
μνήμα τίμιον ευρίσκετε,
η των θριάμβων τ᾿ ασματα,
και τα κλωνάρια.
Τα πολύχρυσα πέπλα,
και τ᾿ αρώματα ο Πλούτος,
γλυκύ η Σοφία το φίλημα
σας χαρίζει εάν ήναι
με σας η ειρήνη.
Ω Αρετή! πολύτιμος
θεά, συ ηγάπας πάλαι
τον Κιθαιρώνα, σήμερον
την γην μη παραιτήσης,
την πατρικήν μου.
Α. Κάλβος