Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Εις την επετηρίδα των γάμων μου

Εμπρός, η λύρα σήμερα ας δώση και ας πάρη . . .
σαν σήμερα, κυρία μου, μ' επήρες και σ' επήρα,
σαν σήμερα εγίναμε αγαπητό ζευγάρι,
κι' ενώθηκε η μοίρα σου με τη 'δική μου μοίρα.
Σαν σήμερα ενοιώσαμε της αγκαλιάς της γλύκες,
κι' ένας 'στον άλλον είπαμε: πού σ' ηύρα, πού με βρήκες!

Θυμάσαι; . . . τότε η Ελλάς για πόλεμο ελύσσα,
από παντού μας ήρχοντο τορπιλλοφόρα σκάφη,
αέρας τη σημαία μας πολεμικός εφύσα,
και θούρια η ποίησις δεν έπαυε να γράφη.
'Σ' όλων το χέρι άρματα, 'σ' όλων τη ράχη βάρος,
κι' ήμουν κι' εγώ επίστρατος, κι' ήμουν κι' εγώ φαντάρος.

Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι,
ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης,
πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη,
και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης.

Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους,
κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.

Μα δίχως καν το χώμα μας να κηλιδώση αίμα,
ειρήνης γλυκόχάραγμα 'στο έθνος μας εφάνη,
και μόλις έβγαλα κι' εγώ το τουρκομάχον στέμμα,
ευθύς εστεφανώθηκα με νυμφικό στεφάνι.
Επέταξα τα όπλα μου, σπαθί, σκελέα, σάκκο,
και σαν τρικούβερτος γαμπρός εφόρεσα το φράκο.

Θυμάσαι τότε τι χαρά!. .. αντί μαχών και κρότων
το Ησαΐα χόρευε, κουφέτα και ραχάτι,
αντί θουρίων φλογερών τραγούδια των ερώτων,
κι' αντί φαράγγων και κρημνών ζεστό ζεστό κρεββάτι.
Ω σύννεφα ροδόχρυσα παρθενικής ειρήνης!
ω πούπουλα κι' αρώματα της μαλακής μου κλίνης!

Θυμάσαι τα παιχνίδια μας και της καρδιάς τους κτύπους!
Θυμάσαι τι ξεφάντωμα και πόση φασαρία!...
κι' εγώ του γάμου ακριβώς εφύλαξα τους τύπους,
και μόνο που δεν 'πήγαμε κι' εμείς 'στην Εσπερία.
Γλυκά γλυκά 'περάσαμε του μέλιτος τον μήνα
στ' αγαπημένο σπήτι μας, 'στη γαλανή Αθήνα.

Σαν σήμερα, κυρία ρου, τελειόνει ένας χρόνος,
κι' ακόμη μ' έρωτος θερμού πυρώνουμε ακτίνας,
κι' οι μήνες του καλοκαιριού κι' οι μήνες του χειμώνος
για 'μάς καθώς του μέλιτος διαβαίνουνε τους μήνας.
Κι' έτσι, νομίζω, δείχνουμε 'στον κόσμο και 'στη φύσι,
πως και ο γάμος δεν 'μπορεί τον έρωτα να σβύση,.

Και παντρεμμένος, έρωτα, για σε ας λαχταρώ . . .
ω! αν μας έλειπε κι' αυτός ο γυιός της Αφροδίτης,
και πάντοτε και μάλιστα σε τούτο τον καιρό,
που πρέπει το ελάχιστον να ήσαι τραπεζίτης,
γυναίκα δεν θα έβλεπαν 'στο μάτι των ποτέ
οι αμελείς φιλόσοφοι καθώς κι' οι ποιηταί.

Ω! ναι, τρελλέ μου έρωτα, μαζί μας πάντα γλέντα,
και διαδόχων γενεαί ας γίνουν δεκατρείς,
και καίε μας, και σπρώχνε μας, και τόξευε, και κέντα...
θέλει φαντάρους κι' από 'μάς η φίλη μας πατρίς.
Εμπρός, και αν ασπρίσουνε τα μαύρα μας μαλλιά,
βοήθα να περάσουμε κι' αυτόν τον βασιλιά.

Γ. Σουρής