Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Καπνισμένο τσουκάλι (απόσπασμα)

ΕΙΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας “πέρασε η ώρα”
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων
μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που 'σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μη τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφισαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφιγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος.

ΔΙΠΛΑ σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του
τ’ αφήνει στη γωνιά -ένα κούφιο ξύλινο πόδι
πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα να φυτέψεις λουλούδια
όπως γεμίζεις το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχια στοχασμό κι αγάπη.
Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουμε δυό πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδια σε καρδιά. Γι αυτό όπου καθήσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δεν λέει “αύριο”
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες “αύριο” και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.

ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα
όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα
μπορεί νάναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος  βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στη καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.

ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την φωτογραφία της αγαπημένης μας
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς ανάμεσα στα δυό φύλλα της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε ένα ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
και αυτόν ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν.

ΞΕΡΟΥΜΕ πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα του φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζουν αύριο
πάνου στην ποδιά της μητέρας που θα καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

ΚΑΠΟΤΕ είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο του στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ’ άδεια κανόνια
που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ’ τα πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.

ΤΟΤΕΣ βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,
πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα
δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές απ’ τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή-τίποτ’ άλλο
ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ’ έσερνε ο αγέρας στους δρόμους
τις χάρτινες σημαιούλες
κ’ η βαριά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.

ΚΑΙ να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε : ” τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα “. Αυτό θέλουμε και μείς.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά, πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω
ρίχνω και γώ καμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως -ξύλο το ξύλο-
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.

ΕΠΕΣΕ ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο-περιμένει τα’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάϊ στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά_
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία του ανθρώπου
με τη φαρδιά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ’ το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του- τίποτ’ άλλο.…

Γ. Ρίτσος