Μέσα σε χώρο ζηλευτό υπάρχει ένα πεύκο
το γνώρισα στον ερχομό των παιδικών μου χρόνων.
Στη μνήμη τρέχει η γιαγιά να λέει για τα πολλά του έτη
το ένοιωθα σαν το βουνό που ήλιος δε το χάνει.
Στο πέρασμα του χρόνου βρήκε και συντροφιά
ο τόπος του οργώθηκε φυτεύτηκαν δεντρά.
Στέκεται αυτό καμαρωτό και ατενεί το δάσος
το θρόισμα και την ήχο στο χάιδεμα του ανέμου.
Νύχτα ημέρα κι εποχές ακλόνητα αλλάζουν
το ξεχωρίζει ο καιρός μαζί του να ταιριάξουν.
Ο ίσκιος του εσκέπασε μυριάδες τζιτζικάδων
που ο ήχος τους εδάμασε καλοκαίρια μοναξιάς.
Στέκει εκεί να το τηρώ με δέος φαντασίας
αέναο μοναχικό στολίδι ιστορίας.
Λ. Ζουλούμης