Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Ρομάντσο

Πετάξετε, ονείρατα των ποιητών τρελλά,
απάνω στης φτερούγες σας σηκώσετε κι' εμένα,
και φέρετέ με γρήγορα ψηλά, πολύ ψηλά,
ως ότου να μη βλέπω γη και άνθρωπο κανένα.

Ω! ας ιδώ αόρατα μυστηριώδη κάλλη,
ας με θαμβώνουν άγνωστοι εκστάσεις κι' οπτασίαι,
και έξαφνα ας χάνωνται η μια μετά την άλλη,
καθώς των πολικών χωρών αι φαντασμαγορίαι.

Ας μουρμουρίζη ελαφρά κρυστάλλινο νερό,
αρώματα και μουσική η αύρα ας μου φέρη,
κι' αλλόκοτα τριγύρω μου λουλούδια ας θωρώ,
όπου κανείς βοτανικός της γης να μην τα ξέρη.

Κρασί μοσχάτο ας πηδά εκεί όπου θα ψάλλω,
μα νάναι πιο καλλίτερο κι' από κρασί Μαδέρας·
να ήναι νέκταρ, ούτ' αυτό.. . να ήναι κάτι άλλο,
που ούτ' εδώ να πίνεται, αλλ' ούτε στους αστέρας.

Από παντού να λάμπουνε καθρέπτες μαγικοί,
και από μέσα άυλοι παρθένοι να περνούν,
από αυτάς που ύμνησαν και οι ρωμαντικοί,
που δεν εφάνησαν ποτέ, αλλ' ούτε θα φανούν.

Να ήναι κάτι πλάσματα αιθέρια, μυθώδη,
να ήναι όντα άγνωστα ενός αγνώστου κόσμου,
και μόλις εις το χέρι των εγγίζω ή το πόδι,
με αστραπής ταχύτητα να φεύγουν απ' εμπρός μου.

Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν,
κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια στα κλαδιά,
να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν,
και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά.

Και με της δύο φούχτες μου να ρίχνω απ' αυτά
κι' εις τους απόρους Έλληνας καθώς κι' εις τους ευπόρους,
να παύσουν να σκοτώνωνται για, δυο ψωρολεφτά,
και του κυρίου Καλλιγά να δέχωνται τους φόρους.

Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα,
ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη,
και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα
σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.

Γ. Σουρής