Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ο θάνατος των Θεών (Ο δωδεκάλογος του γύφτου, απόσπασμα)

Έστησα κι απ’ όσους τόπους πέρασα,
σε ναούς αγνάντια, το τσαντήρι,
γνώρισα την εκκλησιά,
το τζαµί, το µοναστήρι,
κι άλλαξα γοργά και χτυπητά
λόγια µε πιστούς και µε λευίτες,
µε είδαν ορθρινό οι βασιλικές,
και ξενύχτισα σε λαύρες και σε σκήτες·
και παντού από των Ελλήνων τα συντρίµµατα
ώς τη µυριοστόλιστη παγόδα,
µύρισα κι απόκοτα ξεφύλλισα
της λατρείας όλα τα ρόδα.
Ξένος έµεινα κι ασκλάβωτος
από σέβας, δέηση, τάµα·
είµ’ εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή µου είναι το θάµα·
και µονάχα µιά φορά στην Πόλη µέσα
µ’ άγγιξε ιερή κι εµέ λαχτάρα·
και µου τήνε φύσηξες εσύ,
γύφτισσα γυναίκα ξεµαλλιάρα,
και το τρέξιµο σου το τρελό
µες στα τρίστρατα και µέσα στα καντούνια·
πίσω σου ούρλιασµα σκυλιών,
γύρω σου παιδιών πετροβολήµατα,
κι όχλος και σου χτύπαε τα κουδούνια·
ποιά στιγµή να σ’ έσπειρε βλαστήµιας,
ποιάς οργής βάσταξ’ εσένα µήτρα,
σκύβαλο του κόσµου κι αποκόµµατο,
πού είσαι η Σίβυλλα, απαρνήτρα;
Κι έκραζες βραχνά, - το κράξιµό σου 
δεν µπορώ να τ’ απολησµονήσω,-
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!» 

Κ. Παλαμάς