Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Δυο ψυχαίς

Στον τόπο του κοινού Καθαρτηρίου
εμάλλωναν με πείσμα μια ημέρα
μία ψυχή πτωχού και μια πλουσίου
κι' ο κόσμος εχαλούσε εκεί πέρα.

Και είπε η πτωχή εις την πλουσία:
Παράδεισο ποτέ σου μην ελπίσης,
κι' αν έως την δευτέρα παρουσία
εδώ 'στο Πουργατόριο σαπίσης,

Καλά να παστρευθής δεν θα 'μπορέσης
απ' όλα της ζωής σου τ' αμαρτήματα·
θα κολασθής, 'στα Τάρταρα θα πέσης,
εδώ δεν έχουν πέρασι τα χρήματα.»

Και είπε η πλουσία 'στην πτωχή:
Αν κι' ήναι απρεπές να σ' απαντήσω,
αφού δεν είσαι άρχοντος ψυχή,
αλλά με αναγκάζεις να 'μιλήσω.

Και πώς εσύ πιστεύεις πως θα πας
στου Αβραάμ τους κόλπους να το στρώσης,
αφού δεν σ' εμνημόνευσε παπάς,
γιατί λεπτό δεν έχεις να του δώσης;

Πού κόλλυβα για σένα και παπάδες;
πού είναι προσφοραίς και θυμιάματα,
πολύφωτοι λαμπτήρες και λαμπάδες,
ευχαίς και λειτουργίαις και τρεχάματα;

Εμένα κάθε 'λίγο θα με ψάλλη
όχι παπάς, αλλά Μητροπολίτης·
κι' όποιος φορεί την μίτρα 'στο κεφάλι,
είναι του Πλάστου άμεσος μεσίτης.

Όσο σε μνημονεύει πιο τρανός,
τόσο και η ψυχή σου ελαφρόνει,
και τόσο της Εδέμ ο ουρανός
σιγά σιγά για σένα χαμηλόνει.

Σε ψάλλει Πατριάρχης;. . . ολοΐσα
θα τρέξης εις τας χώρας των μακάρων,
κι' αν προτιμάς εσύ την μαύρη πίσσα,
οι άγγελοι σε πέρνουν άρον άρον.

Γι' αυτά και άλλα βέβαια ελπίζω
το έλεος του Πλάστου και τη χάρι,
ενώ για σε, πτωχέ, στοιχηματίζω
πως ούτ' ο Σατανάς δεν θα σε πάρη.

Γ. Σουρής