Γύρω μου ζητώ ένα χέρι, ένα χέρι,
να με σφίξει, ναν το σφίξω,
άνδρες και παιδιά και γέροι
το τραβούν, ας τους αγγίξω,
ένας τον άλλον δεν ξέρει.
Πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,
σαν ο φόβος τους ενώνει.
Τα ματάκια μου κλειδώνω
και στην άβυσσο απολιέμαι,
με είδε φόβο, μα είδε πόνο,
νιώθω πια και συλλογιέμαι
τι πολύ μακριά ξαπλώνω.
Αν η τύχη μας φυλάξει,
μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει.
Κ. Βάρναλης
να με σφίξει, ναν το σφίξω,
άνδρες και παιδιά και γέροι
το τραβούν, ας τους αγγίξω,
ένας τον άλλον δεν ξέρει.
Πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,
σαν ο φόβος τους ενώνει.
Τα ματάκια μου κλειδώνω
και στην άβυσσο απολιέμαι,
με είδε φόβο, μα είδε πόνο,
νιώθω πια και συλλογιέμαι
τι πολύ μακριά ξαπλώνω.
Αν η τύχη μας φυλάξει,
μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει.
Κ. Βάρναλης