Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Ο Πραματευτής

Ήρθε απ’ την Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ’ ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά και μαύρα μάτια.

Κ’ οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παραθύρια,
κι οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι μέση,
και πια η ωραία η Χήρα δε βαστά:
- Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πής
σου τάζω κι άλλα τόσα…
- Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά
με ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσσα·
έτσι, ωραία, ωραία – πώς να σε πως,
ρόδο ή κρίνο;
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω…

- Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ώρια μάτια,
και κει σου φέρνω την τιμή
και παίρνω την πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη στάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλα.
Δένει τη μούλα στην ξυνομυλιά
που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού.
Δε φαίνεται, κι ουδέ γρικιέται.
Και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται…

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια,
κι έχουνε κρίνους δάχτυλα
κι έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
– τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες –
Και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιο πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι εκείνο:
- Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω
τη ζώνη πόπλεξε η καλή – ώ ένα φιλί-
η αρρεβωνιαστικιά μου.
Με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενιτιά
και πήρε τα συλλοϊκά μου!

Ι. Γρυπάρης