Κι απόψε πάλε νηστικός!… κι απόψε χωρίς δείπνο,
Δημήτρη μου, στον ύπνο!…
Άλλα κοιμώνται σ’ αγκαλιές, σε δροσερά στρωσίδια,
τα παραστέκουν όνειρα, μοσχοβολιές, παιδί μου,
κι εσύ, το μαύρο, σέπεσαι γυμνό μες στα ξεσκλίδια
και μόνη σου έχεις συντροφιά τη στείρα την ευχή μου.
Ούτε που βρέθηκε για μας, σ’ όλην αυτήν την πλάση,
ένα παλιό καταχυτό και δυο ρονιές κατώγι,
μια καταρήχωση τυφλή, να κρύψει, να σκεπάσει
τη φτώχεια που μας τρώγει!…
Πόσα παιδάκια επλάγιασαν απόψε σαν εσένα,
Δημήτρη, ευτυχισμένα!
Είν’ αύριο Πρωτομαγιά, θα σηκωθούν πριν φέξει,
σα χιλιδόνια απ’ τη φωλιά θ’ αφήσουν το κρεβάτι
και με τραγούδια, με χαρές, καθένα τους θα τρέξει
να στολιστεί με λούλουδα, να πιει στο νεροκράτη.
Για σε δεν έρχετ’ άνοιξη! Φτωχά, τυραγνισμένα
θα τρως τα νιότα σου μ’ εμέ γειρμένο στα πεζούλια
κι ονείρατα στον ύπνο σου μελανοφορεμένα
θα βλέπεις νυχτοπούλια.
Κι εγώ να ’μαι θεότυφλος! Και να ’χω αντί γι’ αχτίδες
στα μάτια νυχτερίδες!
Σβησμένο φως στον Άδη μου σ’ επήρα λυχνοστάτη
και κρεμασμένος σέρνομαι στον άχαρο λαιμό σου,
μελανιασμένο σύγνεφο στην έρμη σου την πλάτη,
μέρα και νύχτα ζωντανό σκοτάδι στο πλευρό σου!
Ω! να σκορπούσε μια στιγμή, Δημήτρη, η καταχνιά μου,
να γλυκοχάραζε για μέ στα χείλη σου η αυγούλα,
ω! να ’βλεπα στην όψη σου την πρώτη λεβεντιά μου,
τη μαύρη σου μανούλα!…
Όποιος διαβάτης απ’ εδώ ελεημοσύνη απλώσει
στο χέρι σου να δώσει
για μέ το διακονιάρη σου, σκύφτει κρυφά σιμά μου
την ευμορφιά σου να μου πει. Κι εγώ, γλυκό παιδί μου,
εγώ πατέρας τήκομαι, ραγίζετ’ η καρδιά μου
που οι ξένοι κλέφτουν άθελα χαρά που ’ναι δική μου.
Στον κόσμο σ’ είδα μιαν αυγή, στον ουρανό μου αστέρι,
στον έρημό μου το γιαλό μονάκριβη αρμυρήθρα,
βυζασταρούδι γαλανό, δροσάτο σαν τη φτέρη,
ξανθό σαν την κερήθρα.
Α. Βαλαωρίτης
Δημήτρη μου, στον ύπνο!…
Άλλα κοιμώνται σ’ αγκαλιές, σε δροσερά στρωσίδια,
τα παραστέκουν όνειρα, μοσχοβολιές, παιδί μου,
κι εσύ, το μαύρο, σέπεσαι γυμνό μες στα ξεσκλίδια
και μόνη σου έχεις συντροφιά τη στείρα την ευχή μου.
Ούτε που βρέθηκε για μας, σ’ όλην αυτήν την πλάση,
ένα παλιό καταχυτό και δυο ρονιές κατώγι,
μια καταρήχωση τυφλή, να κρύψει, να σκεπάσει
τη φτώχεια που μας τρώγει!…
Πόσα παιδάκια επλάγιασαν απόψε σαν εσένα,
Δημήτρη, ευτυχισμένα!
Είν’ αύριο Πρωτομαγιά, θα σηκωθούν πριν φέξει,
σα χιλιδόνια απ’ τη φωλιά θ’ αφήσουν το κρεβάτι
και με τραγούδια, με χαρές, καθένα τους θα τρέξει
να στολιστεί με λούλουδα, να πιει στο νεροκράτη.
Για σε δεν έρχετ’ άνοιξη! Φτωχά, τυραγνισμένα
θα τρως τα νιότα σου μ’ εμέ γειρμένο στα πεζούλια
κι ονείρατα στον ύπνο σου μελανοφορεμένα
θα βλέπεις νυχτοπούλια.
Κι εγώ να ’μαι θεότυφλος! Και να ’χω αντί γι’ αχτίδες
στα μάτια νυχτερίδες!
Σβησμένο φως στον Άδη μου σ’ επήρα λυχνοστάτη
και κρεμασμένος σέρνομαι στον άχαρο λαιμό σου,
μελανιασμένο σύγνεφο στην έρμη σου την πλάτη,
μέρα και νύχτα ζωντανό σκοτάδι στο πλευρό σου!
Ω! να σκορπούσε μια στιγμή, Δημήτρη, η καταχνιά μου,
να γλυκοχάραζε για μέ στα χείλη σου η αυγούλα,
ω! να ’βλεπα στην όψη σου την πρώτη λεβεντιά μου,
τη μαύρη σου μανούλα!…
Όποιος διαβάτης απ’ εδώ ελεημοσύνη απλώσει
στο χέρι σου να δώσει
για μέ το διακονιάρη σου, σκύφτει κρυφά σιμά μου
την ευμορφιά σου να μου πει. Κι εγώ, γλυκό παιδί μου,
εγώ πατέρας τήκομαι, ραγίζετ’ η καρδιά μου
που οι ξένοι κλέφτουν άθελα χαρά που ’ναι δική μου.
Στον κόσμο σ’ είδα μιαν αυγή, στον ουρανό μου αστέρι,
στον έρημό μου το γιαλό μονάκριβη αρμυρήθρα,
βυζασταρούδι γαλανό, δροσάτο σαν τη φτέρη,
ξανθό σαν την κερήθρα.
Α. Βαλαωρίτης