Ο Χρηστάκης κάποτε που 'ταν παληκάρι
οι γονείς καμάρωναν τέτοιο κανακάρη.
Είχε τη γραβάτα του όμορφα δεμένη
τη φρεσκοσιδέρωνε, πάντα τεντωμένη!
Τα κορίτσια χάιδευαν τη γερή γραβάτα
αλλά ήταν μιμουάπτ κι άλλα πιο βαρβάτα.
Κόμπο του τη δένανε όλες οι κοπέλες
του τη σιδερώνανε και του καναν και τρέλες!
Όλες τους στη γειτονιά παντρεμένες κι άλλες
χήρες και ζωντοχήρες, μαύρες, ξανθομάλλλες.
Πιάναν τη γραβάτα του που γερά κρατούσε
το χατήρι κάθε μιας, δεν της το χαλούσε.
Μα τα χρόνια πέρασαν. Τι να περιμένει;
η γραβάτα μίκρυνε κι είναι ζαρωμένη.
Δεν την πιάνει σίδερο, πια κοντά στη γνώση
τη θυμάται κάποτε που ταν άλλη τόση!
Πάνε πια απ' τις μικρές τα τρελά παιχνίδια
δεν τον πλησιάζουνε ούτε τα γραΐδια
βρίχει και με το θεό διαρκώς τα βάζει
που η γραβάτα ζάρωσε, η φύσις ησυχάζει!
Κ. Νικολάου
οι γονείς καμάρωναν τέτοιο κανακάρη.
Είχε τη γραβάτα του όμορφα δεμένη
τη φρεσκοσιδέρωνε, πάντα τεντωμένη!
Τα κορίτσια χάιδευαν τη γερή γραβάτα
αλλά ήταν μιμουάπτ κι άλλα πιο βαρβάτα.
Κόμπο του τη δένανε όλες οι κοπέλες
του τη σιδερώνανε και του καναν και τρέλες!
Όλες τους στη γειτονιά παντρεμένες κι άλλες
χήρες και ζωντοχήρες, μαύρες, ξανθομάλλλες.
Πιάναν τη γραβάτα του που γερά κρατούσε
το χατήρι κάθε μιας, δεν της το χαλούσε.
Μα τα χρόνια πέρασαν. Τι να περιμένει;
η γραβάτα μίκρυνε κι είναι ζαρωμένη.
Δεν την πιάνει σίδερο, πια κοντά στη γνώση
τη θυμάται κάποτε που ταν άλλη τόση!
Πάνε πια απ' τις μικρές τα τρελά παιχνίδια
δεν τον πλησιάζουνε ούτε τα γραΐδια
βρίχει και με το θεό διαρκώς τα βάζει
που η γραβάτα ζάρωσε, η φύσις ησυχάζει!
Κ. Νικολάου