Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ονειρεύομαι, πλάθω, ζω το στίχο

Ονειρεύομαι, πλάθω, ζω το στίχο
στα λιγνά μου τα χέρια από παιδάκι·
τον έχτισα τριγύρω μου σαν τοίχο,

σα σηκωμού τον έστησα μπαϊράκι·
σαν ποτήρι, και πρόσφερα με κείνο
το νερό, το κρασί και το φαρμάκι.

Μα ο κεραστής εγώ, κι εγώ τα πίνω·
το στόμα ξένο, ανόρεχτο του κόσμου.
Πότε αμύριστο, αμάραντο είναι κρίνο

μιας μαστοριάς ο στίχος ο δικός μου,
πότε χορτάρι ηλιοθρεμμένων τόπων,
και πότε ωμά τον αμολά ο θυμός μου

φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων.

Κ. Παλαμάς